To παρακάτω άρθρο δημοσιεύτηκε και στα #Μικροπράγματα της #LIFO.
Πριν από τρία χρόνια η ζωή με οδήγησε στην Πόλη του Μεξικού. Την πρώτη φορά που σκέφτηκα ότι μάλλον μου λείπει και η Ελλάδα, εκτός από την οικογένεια και τους φίλους, ήταν τη μέρα που πήγα στη Cineteca Nacional, το εθνικό κινηματογραφικό στολίδι της πρωτεύουσας του Μεξικού, για να δω το ντοκιμαντέρ της Μαριάνας Οικονόμου Όταν ο Βάγκνερ συνάντησε τις ντομάτες. Δεν σταμάτησα να κλαίω καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας. Λίγο τα ελληνικά, λίγο οι γιαγιάδες με τον τρόπο που ήταν ντυμένες και την προφορά του θεσσαλικού κάμπου, λίγο η ζωή στο χωριό, αυτά κι άλλα πολλά ξύπνησαν μνήμες και ένιωσα μέσα μου να φουντώνει μια γαλανόλευκη φλογίτσα.
ΤΙ ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά)
Η φέτα. Βρίσκω σε σουπερμάρκετ της Πόλης του Μεξικού, αλλά είναι σαν να τρως πλαστικοποιημένο τυρί. Χώρια που τα 226 γραμμάρια κοστίζουν 160 πέσος, κάπου δηλαδή στα 8 ευρώ. Θεωρείται γκουρμέ προϊόν. Όταν ετοιμάζω ελληνικά τραπέζια για φίλους, θα την προτιμήσω με πόνο καρδιάς, τι να κάνω. Έχει διάφορα τυριά εδώ παραδοσιακά και νόστιμα όπως το τυρί Οαχάκα, το ισπανικό μαντσέγο, το τυρί πανέλα που ίσως να θυμίζει κάπως τη μοτσαρέλα στην υφή, αλλά όταν σκέφτομαι τη φετούλα από τους ντόπιους παραγωγούς της Παιονίας, το κασεράκι, την κρητική γραβιέρα, το μετσοβόνε, το σητειακό ξύγαλο, το ανθότυρο, το μανούρι και πόσα ακόμα, μου τρέχουν τα σάλια.
Το πιτόγυρο. Έχει μερικά έθνικ εστιατόρια που φτιάχνουν πιτόγυρα, αλλά μια-δυο φορές που παρήγγειλα, μετάνιωσα την ώρα και τη στιγμή. Aντί για τζατζίκι βάζουν κάτι περίεργες σάλτσες με μαγιονέζες, ενώ ο γύρος δεν είναι γύρος. Και απορώ, γιατί εδώ στο Μεξικό έχουν τα περίφημα tacos al pastor που είναι η μεξικάνικη εκδοχή του γύρου. Όπου και να γυρίσεις το κεφάλι σου θα δεις μια κατακόρυφη μεταλλική σούβλα να γυρίζει γύρω από τον εαυτό της με το κρέας στοιβαγμένο σαν ανάποδη πυραμίδα. Ναι, ακριβώς όπως και στην Ελλάδα, με τη μόνη διαφορά ότι το κρέας εδώ έχει κόκκινο χρώμα και ψήνεται με έναν ανανά καρφωμένο στην κορυφή. Το χοιρινό κρέας μαρινάρεται σε αποξηραμένες κόκκινες πιπεριές και άλλα καρυκεύματα, ενώ στη συνέχεια σερβίρεται σε τορτίγιες με διάφορα συνοδευτικά, όπως κρεμμύδι, κόλιανδρο, ντομάτα και ανανά, όλα ψιλοκομμένα. Όταν κατέφτασαν οι μετανάστες από το Λίβανο έφεραν το δικό τους σαουαρμά, που είναι σαν τον δικό μας γύρο. Με τα χρόνια και τις δεκαετίες, το σαουαρμά προσαρμόστηκε στις μεξικάνικες γεύσεις και προέκυψαν τα τάκος αλ παστόρ. Γιατί τώρα το πιτόγυρο το κάνουν τόσο χάλια, ειλικρινά δεν το καταλαβαίνω.
Τα ελληνικά, η γλώσσα μου, αυτή που ξέρω, αγαπώ και εμπιστεύομαι. Γενικά, έχω άλλη αντιμετώπιση απέναντι στην ελληνική γλώσσα από τότε που άρχισα να ζω στο εξωτερικό. Την εκτίμησα ακόμα περισσότερο. Ο Έλληνας θα κάνει χιούμορ με λογοπαίγνια, θα μιλήσει στην αργκό, στη γλώσσα του πεζοδρομίου, στη γλώσσα των σαλονιών και των αλωνιών, στην ξύλινη γλώσσα, χρησιμοποιούνται ένα σωρό διάλεκτοι, κάθε γενιά επίσης εφευρίσκει τους δικούς της γλωσσικούς κώδικες. Υπάρχει μία ποικιλότητα, ένας πλούτος στην έκφραση, ακόμα και στα βρισίδια. Τέτοια ποικιλία στο βρίσιμο σπάνια να τη συναντήσεις σε άλλη γλώσσα κατά την ταπεινή μου άποψη. Οι Μεξικανοί πάντως στα ευφάνταστα μπινελίκια και τις διττές σημασίες μάς πάνε άνετα κόντρα. Θα έλεγα ότι είμαστε σχεδόν ισοπαλία.
Γελάστε ελεύθερα: η Μερέντα... Και μην ακούσω ότι είναι ίδια με τη Νουτέλα. Δεν είναι!
Το ελληνικό το γιαούρτι. Δεν ξέρω τι κάνουν εδώ, αλλά βάζουν γλυκαντικές ουσίες που αλλοιώνουν τη γεύση του. Με τα υλικά για το τζατζίκι κάπως σώζεται η κατάσταση, αλλά και πάλι. Η αυθεντική γεύση πάει περίπατο.
Το ελληνικό φιλότιμο. Ανεκτίμητο.
Το ελληνικό κρασί και η μυρωδιά του μούστου. Το κρασί στο Μεξικό δεν αγαπιέται όσο η τεκίλα ή το μεσκάλ. Έχει οινοποιεία, τα πιο ονομαστά στην Κοιλάδα της Γουαδελούπης της πολιτείας Baja California, αλλά νομίζω ότι είναι ακόμα σε εμβρυακό στάδιο. Τα δημοφιλέστερα κρασιά έρχονται από Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, από διάφορες χώρες της Λατινικής Αμερικής (όπως τη Χιλή και την Αργεντινή) και από τα οινοποιεία της αμερικάνικης Καλιφόρνιας, που είναι μεν καλής ποιότητας, αλλά πανάκριβα σε σχέση με τις ευρωπαϊκές τιμές. Κρασί από την Ελλάδα δεν βρίσκω. Γουμένισσα; Οινοποιοί του τόπου μου; Μήπως ήρθε ο καιρός να εξαγάγουμε νεγκόσκα και ξινόμαυρο στο Μεξικό;
Το τσίπουρο. Με ή χωρίς γλυκάνισο. Πόσο μου λείπει. Το ούζο, η γράπα, η ρακή. Ο μεζές. Το τσιπουράδικο.
Το ελληνικό χιούμορ. Αυτό που σε γειώνει και σε απογειώνει. Αυτό που θα σε κάνει να πέσεις κάτω από τα γέλια και να μην μπορείς να σηκωθείς. Αυτό που φτιάχνει κοιλιακούς και φέρνει στομαχόπονους. Ο χαβαλές, το πείραγμα μεταξύ φίλων, η παρέα. Ο μη καθωσπρεπισμός.
Το νερό πάνω στο τραπέζι. Στην Ελλάδα είναι το πρώτο που προσγειώνεται όταν κάθεσαι να φας ή να πιεις καφέ σε φιλικό σπίτι, σε ταβέρνα, εστιατόριο, καφέ ή μπαρ. Ελπίζω να μην αλλάξει ποτέ αυτή η υπέροχη συνήθεια.
Οι ελληνικές παραλίες και τα κρυστάλλινα καθαρά νερά τους. Ωραίες και οι παραλίες του Μεξικού, αλλά σαν τη Χαλκιδική δεν έχει. Η Καραϊβική, για παράδειγμα, τουλάχιστον σε όσες παραλίες έτυχε να βρεθώ στο Μεξικό, είναι ωραία για φωτογραφίες, αλλά όχι και τόσο για να κολυμπάς. Με άλλα λόγια, είναι περισσότερο για τους λάτρεις της ξαπλώστρας παρά για τους λάτρεις της κολύμβησης.
Οι πίτες. Οι χωριάτικες πίτες, οι σπιτικές πίτες, οι πίτες από τον φούρνο της γειτονιάς, οι ελληνικοί φούρνοι.
Τα νυχτερινά ταξίδια. Το Μεξικό έχει τη φήμη ότι αποτελεί ένα από τα πιο επικίνδυνα μέρη του κόσμου. Θεωρώ ότι η επικινδυνότητα στην Πόλη του Μεξικού δεν διαφέρει από άλλες μητροπόλεις, όπως είναι η Αθήνα, το Παρίσι, η Ρώμη ή η Νέα Υόρκη. Ωστόσο, η επαρχία του Μεξικού μπορεί να γίνει επικίνδυνη αφού πέσει ο ήλιος. Η πρώτη σύσταση που σου γίνεται όταν αποφασίζεις να ταξιδέψεις στην ενδοχώρα είναι να προτιμάς το φως του ήλιου και τους κεντρικούς αυτοκινητόδρομους.
Τα κάστανα της Γρίβας. Είναι τα καλύτερα του κόσμου όλου!
Τα κεράσια από τον οπωρώνα του πατρικού μου. Αυτά βέβαια μου έλειπαν και στην Αθήνα όταν έμενα.
Οι θεατρικές σκηνές της Αθήνας. Το αθηναϊκό θέατρο τα σπάει, δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις ευρωπαϊκές και τις αμερικάνικες σκηνές, είναι ποιοτικά σε πολύ υψηλά επίπεδα και όσο περισσότερο θέατρο κάνω στο εξωτερικό τόσο πιο πολύ επιβεβαιώνω τη θεωρία μου. Γενικά, το θέατρο μου έλειψε μέσα στην πανδημία. Χωρίς αυτό, ομολογώ πως ήταν δύσκολη η ζωή μου. Όταν επιστρέψαμε στις σκηνές, τα φώτα της ράμπας φώτισαν και το μέσα μου.
Και άλλα πολλά μου λείπουν, η λίστα είναι ατελείωτη: οι βόλτες μου στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου και σε όλο το ιστορικό τρίγωνο της Αθήνας, οι μυρωδιές της Ευριπίδου, το τσάι του βουνού και η μαλοτήρα, το ηλιοβασίλεμα στην παραλία της Θεσσαλονίκης, το island hopping τα καλοκαίρια, το βουνό Πάικο, η πλατεία της Γουμένισσας τα Σάββατα στο παζάρι, το γλυκό κεράσι, το γλυκό κυδώνι, το υποβρύχιο με τη μαστίχα Χίου, τα σύκα τα γλυκοφάγωτα –αυτά τα ζουμερά απευθείας από το δέντρο–, το φρέντο καπουτσίνο, τα γεμιστά της μαμάς μου και τα ντολμαδάκια, ο μακεδονικός χαλβάς, το παστέλι, οι θεατρικές παραστάσεις στο θέατρο της Επιδαύρου, το κριθαράκι, οι μπάμιες στον φούρνο, τα Χανιά κλπ. κλπ. κλπ.
ΤΙ ΔΕΝ ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά)
Το νταηλίκι και η ερώτηση: «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» που πάει μαζί με το νταηλίκι. Όποιος κι αν είσαι ποσώς με ενδιαφέρει, ειδικά αν υψώνεις τον τόνο της φωνής σου, αν είσαι αγενής και αν ζητάς τα ρέστα αντί να ζητήσεις συγγνώμη.
Οι ερωτήσεις: πότε θα παντρευτείς, πότε θα γίνεις μάνα, γιατί δεν βρίσκεις μια κανονική δουλειά.
Το να μου πιάνουν τον κώλο στα ΜΜΜ. Η κουλτούρα του μάτσο άντρα που νιώθει πως έχει το δικαίωμα να απλώνει χέρι ανά πάσα ώρα και στιγμή επειδή έτσι του αρέσει είναι και στο Μεξικό ευρέως διαδεδομένη, αλλά: στο μετρό που κοστίζει μόλις 5 πέσος η διαδρομή, κάτι λιγότερο από 25 σεντς (!), υπάρχει ειδικό βαγόνι για τις γυναίκες. Μπαινοβγαίνεις ανενόχλητη.
Ο τραχανάς. Πώς να μου λείψει; Κουβαλάω κιλά μέσα στη βαλίτσα για να τρώω όλο τον χρόνο.
Ο ελληνικός καφές. Μπαίνει κι αυτός στη βαλίτσα συσκευασμένος αεροστεγώς σε μικρά σακουλάκια για να διατηρεί το άρωμά του. Στην Πόλη του Μεξικού έχει εστιατόρια που προσφέρουν café turco, τούρκικο τον λένε εδώ, αλλά δεν ξέρουν πώς να τον φτιάξουν και σχεδόν πάντα απογοητεύομαι. Όταν τον ορέγομαι, καλώ φίλες μου για να τον πιούμε παρέα, τον φτιάχνω με τα χεράκια μου και μετά, τους διαβάζω το φλιτζάνι. Ό,τι μου κατεβαίνει λέω, αλλά γελάμε πολύ. Από την άλλη, ζω στη Λατινική Αμερική, στη ζώνη του καφέ, είμαι συνέχεια με έναν καφέ στο χέρι φρεσκοκομμένο από τις φυτείες των πολιτειών Τσιάπας και Οαχάκα. Όχι, δεν μου λείπει ο ελληνικός.
Το ότι ο Έλληνας είναι έτοιμος για καβγά, κυρίως όταν οδηγεί. Ένα από τα πρώτα πράγματα που μου έκανε εντύπωση στην Πόλη του Μεξικού ήταν το ότι η πλειοψηφία είναι τρομερά ήρεμη στο τιμόνι. Σε μια γιγάντια πόλη 25 εκατομμυρίων κατοίκων, σχεδόν δυόμιση φορές η Ελλάδα, με απερίγραπτη κίνηση και άστατη οδήγηση, οι οδηγοί ταξί, οι οδηγοί των εφαρμογών όπως είναι το Uber και το Beat, οι περισσότεροι οδηγοί Ι.Χ. που βλέπω στους δρόμους, είναι τέρατα ψυχραιμίας.
Ο κομματικός και ο θρησκευτικός φανατισμός.
O πατσάς. Δεν μου αρέσει. Δεν τον έτρωγα ποτέ. Δεν μου λείπει. Άλλωστε, ελληνικές σούπες φτιάχνω και μόνη μου, βρίσκω τα υλικά. Το Μεξικό, από την άλλη, βρίθει από συνταγές με σούπες, όπως όλη η Λατινική Αμερική.
Οι τουριστικές παγίδες. Όσες συναντώ στην Ελλάδα θα συναντήσω και στο Μεξικό. Χάλια φαγητό, χάλια προϊόντα, χάλια εξυπηρέτηση και τιμές άνω ποταμών. Όπου έχει τουρισμό, έχει και επιτήδειους.
Η κουλτούρα της ασυνέπειας. Βέβαια, αν είμαστε μια φορά ασυνεπείς οι Έλληνες, οι Μεξικανοί σπάνε όλα τα ρεκόρ. Καθυστερούν στα ραντεβού μπορεί και δύο ώρες, δεν ειδοποιούν ποτέ, όταν τους προσκαλείς για κάτι απλό, όπως το να πάτε σινεμά για παράδειγμα και για διάφορους λόγους δεν μπορούν να έρθουν, δεν θα σου απαντήσουν όχι, θα πρέπει να μυρίσεις τα δάχτυλά σου, ακυρώνουν δουλειές χωρίς επεξηγήσεις, εξαφανίζονται όταν πρέπει να έρθουν αντιμέτωποι με τις ευθύνες τους και πολλά ακόμα. Μπορεί να σας θυμίζει την ελληνική νοοτροπία, αλλά εδώ θεωρώ ότι είναι μεγαλύτερη η κλίμακα.
Η νοοτροπία του ότι ο καλλιτέχνης είναι ή άεργος ή τεμπέλης ή ζει με αέρα κοπανιστό. Ένας τεχνικός σε ένα ΔΗΠΕΘΕ που είχα την ατυχία να δουλέψω ένα φεγγάρι μου είχε πει μια φορά: «Εσείς οι καλλιτέχνες έρχεστε μόνο για δυο-τρεις μήνες και καλοπερνάτε. Παίζετε δυο παραστάσεις την ημέρα και παίρνετε τον βασικό για 4 ώρες δουλειά. Είναι άδικο για μας που δουλεύουμε 8 ώρες και παίρνουμε τα ίδια λεφτά». Του απάντησα ευγενικά για τις απλήρωτες πολύωρες πρόβες που κάνουμε βδομάδες ολόκληρες για να πάμε στα ΔΗΠΕΘΕ, το ότι κάνουμε δυο και τρεις και τέσσερις κακοπληρωμένες (ή ακόμα και απλήρωτες) δουλειές ταυτόχρονα, για να βγάζουμε τα προς το ζην, και φυσικά, το ότι πρέπει ασταμάτητα να αναζητούμε δουλειά, ενώ αυτός δουλεύει οκτώ ώρες την ημέρα, γυρίζει στο σπίτι του και δεν θα ξανασκεφτεί την εργασία του μέχρι την επόμενη μέρα που θα ξαναπάει για το 8ωρο. Επιλογή του, γούστο του και καπέλο του, γιατί συγκρίνει τον εαυτό του με μία καλλιτέχνιδα που έχει επιλέξει έναν διαφορετικό τρόπο ζωής; Μια άλλη φορά, με κάλεσε ένα σχολείο σε κάποιο νησί ως συγγραφέα. Έπρεπε να καλύψω μόνη μου τα μεταφορικά και όταν ανέφερα ότι είναι όρος του εκδοτικού να αγοράσουν τα παιδιά το βιβλίο μου, γιατί όπως οι περισσότεροι συγγραφείς, έτσι κι εγώ πληρώνομαι με ποσοστά από τις πωλήσεις, η δασκάλα αντέδρασε λες και της είπα ότι θα πρέπει να μετοικήσει στον Άρη. Δεν πήγα. Η Ελλάδα οφείλει να αλλάξει τον τρόπο που αντιμετωπίζει τον καλλιτέχνη. Τι θα ήταν άραγε η χώρα μας χωρίς τον πολιτισμό, την τέχνη, τα γράμματα και τον τουρισμό;
Τα πουράκια Παπαδοπούλου. Τα βρίσκω κι εδώ, αλλά με 189 πέσος το μεγάλο το κουτί. 189 πέσος είναι περίπου 9 ευρώ... Αλλά στις πολύ μαύρες μου και στις μεγάλες γιορτές τα αγοράζω και τα τρώω μόνη μου χωρίς καμία τύψη.
Οι ανεξέλεγχτες πυρκαγιές. Το γλυκό καλοκαιράκι μετατρέπεται σε πύρινο θρήνο από τη μια στιγμή στην άλλη και φαίνεται σαν να μην αλλάζει τίποτα χρόνο με τον χρόνο.
Το φαινόμενο της ατιμωρησίας και ο ελληνικός ωχαδελφισμός, αυτό το: «Ελα, μωρέ, τώρα, σιγά. Και τι έγινε;»
Η ρακέτα στις μικρές παραλίες. Μάστιγα. Το ίδιο και η μουσική από τα μπιτσόμπαρα στη διαπασών, οι φωνές της μαμάς που φωνάζει στον Γιαννάκη να μην κολυμπάει στα βαθιά, οι νταήδες που γκαρίζουν για να επιβάλλουν την αποψή τους και ακούγονται από την Ελλάδα μέχρι το Κανκούν. Εδώ στο Μεξικό υπάρχει η άλλη μάστιγα: τα boomboxes. Όοοοοχι, δεν είναι σαν την Ελλάδα και δεν είναι κάτι που αφορά μόνο τη νεολαία. Κάθε οικογένεια, κάθε παρέα, ακόμα και όσοι την αράζουν μόνοι, έχουν το δικό τους boombox. Κάθε boombox παίζει διαφορετική μουσική και όλες οι μουσικές μπαίνουν στo τέρμα. Έχει τύχει να βρίσκομαι σε παραλία και να ακούω δυνατή μουσική γύρω μου από εφτά διαφορετικά boomboxes. Τα μέτρησα, μπήκα στο νερό και δεν ξαναβγήκα μέχρι που έπρεπε να φύγω. Δεν ξέρω πώς το αντέχουν.
Αυτά τα ολίγα. Ανυπομονώ να έρθω στην Ελλάδα! Του χρόνου τώρα... Ωστόσο, όσο και αν κατακλύζομαι από νοσταλγία ώρες ώρες, έχω πράγματα που γεμίζουν τις ελληνικές μου μπαταρίες: Η παράσταση που σκηνοθέτησα Adelístratas de Aristófanes –ένα αμάλγαμα της δικής μας Λυσιστράτης με το σύγχρονο Μεξικό και τις παθογένειές του, όπως είναι οι γυναικοκτονίες–, συνεχίζεται δυναμικά, παραδίδω σε διάφορους οργανισμούς εργαστήρια υποκριτικής με κεντρική θεματική τη Λυσιστράτη, ενώ έρχεται και ο Δημήτρης Παπαϊωάννου για πρώτη φορά τον Οκτώβρη στο Διεθνές Φεστιβάλ του Cervantino! Έχω ήδη αγοράσει τα εισιτήριά μου και έχω ξεσηκώσει μια μεγάλη παρέα να πάμε όλοι μαζί στο Guanajuato, την πανέμορφη πολύχρωμη πόλη του φεστιβάλ, κάπου 5 ώρες από την Πόλη του Μεξικού, για να απολαύσουμε την παράσταση του σπουδαίου Έλληνα δημιουργού Εγκάρσιος Προσανατολισμός, στα ισπανικά Orientación transversal.
Η Γλύκα Στόιου είναι σκηνοθέτρια, ηθοποιός και συγγραφέας. Στο blog της https://www.glykart.com/ αφηγείται τις περιπέτειες της στην Αμερική, το παραμύθι της Το Πετειναράκι κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, ενώ στο SoundCloud https://soundcloud.com/glyka-stoiou μπορείτε να ακούσετε παραμύθια και άλλα podcasts σε ελληνικά, γερμανικά, αγγλικά και ισπανικά. Όλες οι φωτογραφίες και τα βίντεο είναι από το προσωπικό της αρχείο.
Comments