top of page
Εικόνα συγγραφέαΓλύκα Στόιου

Η Colombia όπως την έζησα Vol. 2

Έγινε ενημέρωση: 4 Μαρ 2022

... και όλα όσα μου έκαναν εντύπωση.



Δεύτερη μέρα στην Μπογκοτά, αφού έφαγα για πρωινό μια σούπα Sanconcho που είναι παραδοσιακή σούπα με κρέας, platano (όπως λένε εδώ την μπανάνα), καλαμπόκι κι άλλα λαχανικά, ξεχύθηκα στους δρόμους από νωρίς το πρωί. Ο σύζυγος θα βρισκόταν για ένα γύρισμα σε μια σχολή χορού και ένιωσα την υποχρέωση να ρίξω μια ματιά από κοντά στο πώς λικνίζονται οι Κολομβιάνοι και γιατί όχι, να λικνιστώ ολίγον τι κι εγώ. Η σχολή χορού δεν αφορούσε χορούς λατινοαμερικάνικους, αφορούσε μπαλέτο, τουτού και μπαλαρίνες, κάτι που πάει ενάντια στα στερεότυπα τα κολομβιάνικα και πολύ μου άρεσε από τη μία, από την άλλη δεν χορεύω μπαλέτο. Αφού λοιπόν έκανα έναν καινούριο φίλο ονόματι Sansón, Σαμψών στα ελληνικά, και απόλαυσα κάμποσο χορό μπαλέτου ως απλή θεατής, κάλεσα ένα Uber που είναι οικονομικό και ασφαλές, αν και παράνομο στην Κολομβία, και αποφάσισα να περάσω τη μέρα μου στο ιστορικό κέντρο της Μπογκοτά.



Sanconchito με λίγο κόλιανδρο.

Ο οδηγός Uber ήταν κατατοπιστικότατος. “Από εδώ να πας, από εκεί να μην πας. Από εδώ αριστερά και πάνω είναι safe, δεξιά ούτε να το σκέφτεσαι”. Πρώτη στάση πλατεία #Bolívar που είναι η εμβληματική πλατεία της Μπογκοτά. Πρώτη σκέψη: τι παίζει με τα περιστέρια, ούτε στην πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα τόσα. Αμέσως κατάλαβα. Είχε παντού μικροπωλητές που πουλούσαν καλαμπόκι στους τουρίστες για να τα ταΐζουν και γινόταν του περιστεριού το κάγκελο. Ωραία πλατεία πάντως, με το Παλάτι της Δικαιοσύνης, το Εθνικό Καπιτώλιο, τον Καθεδρικό Ναό και καμιά δεκαριά... λάμα που περίμεναν να τα καβαλήσουν τα πιτσιρίκια για αναμνηστικές φωτογραφίες.




Έχει φτώχεια. Πολλή φτώχεια. Πήρα τον δρόμο προς τα αριστερά, την Carrera 8 για να βγω και να περιδιαβώ στους δρόμους της Candelaria, όπως λέγεται το ιστορικό κέντρο με τα πολύχρωμα σπίτια και τα όμορφα, πεντάμορφα σοκάκια. Έχει παντού μικροπωλητές και όλοι οι ντόπιοι που γνώρισα μου συνέστησαν να μην αγοράζω τίποτα που να κάνει πάνω από 10.000 COP που πάει να πει 2,20 euro, γιατί αυτό θα σημαίνει ότι παν να με δουλέψουν. Εντάξει, μεταξύ κατεργαραίων ειλικρίνεια. Είναι φορές που δεν με πειράζει να με δουλεύουν, ειδικά όταν βλέπω φτώχεια καταραμένη. Δίνεις χαρά με τα λεφτά που δίνεις και φυσικά την ικανοποίηση ότι μπόρεσαν να σε ξεγελάσουν. Όταν έχω λεφτά για ξόδεμα, δεν με πειράζει. Όταν είναι οι τσέπες μου άδειες, θα κάνω τα παζάρια μου. Αλλά έχει φτώχεια και μικροπωλητές, που με τον κόβιντ και τα λόκνταουνς και τους τουρίστες που ακόμα δεν τολμούν να ταξιδέψουν, έχουν πει το ψωμί ψωμάκι.




Η περιοχή γύρω από την πλατεία Μπολίβαρ που παλιά λεγόταν και πλατεία Συντάγματος είναι γεμάτη μουσεία. Το πιο ξακουστό είναι το Μουσείο του Χρυσού που για να το επισκεφτώ πέρασα τα πάνδεινα. Λόγω πανδημίας είναι πολύ αυστηρό το πρωτόκολλο. Πρώτη μέρα που πήγα στις 4:30, μου είπαν ότι δέχονται επισκέπτες μόνο με ραντεβού ηλεκτρονικό μέχρι τις 4. “Ναι, αλλά στο google.maps δεν το αναφέρετε, χώρια που το ωράριο λέει ξεκάθαρα ως τις 6μμ. Πρέπει να το διορθώσετε, γιατί εμείς οι τουρίστες, το #google κυρίως συμβουλευόμαστε”.



Κλείνω ραντεβού για την επόμενη μέρα στις 4μμ, αλλά πήγα δυστυχώς λίγο αργοπορημένη, στις 4:15, με τη φίλη μου την Τζένη και τη φίλη μου τη Νέλε.



Μας λένε δεν γίνεται, είναι μέχρι τις 4. “Ναι, αλλά είναι μια πόλη σχεδόν 10 εκατομμυρίων κατοίκων και με κίνηση του θανατά. Δεν δίνετε 15 λεπτά περιθώριο για τους καθυστερημένους;”. Όχι. “Όχι, όχι. Καλά. Aλλά είμαι Ελληνίδα, έχω έρθει από του διαόλου το κέρατο, δεν μπορείτε να κάνετε μια εξαίρεση; Είμαι εμβολιασμένη, το μουσείο είναι τεράστιο. Και αργήσαμε, γιατί μου έπεσε η κάμερα και μου έσπασε ρε γαμώτο”. Όχι. “Όχι, όχι, τον κακό σας τον καιρό!” Και σκέφτηκα ότι μάλλον στην Κολομβία είναι όπως και στην Ελλάδα, όπως και στην Ιταλία, όπως και στο Μεξικό. Σε χώρες που δεν έχουν ξεκάθαρους κανόνες και είναι λίγο θολό το τοπίο σε αρκετά θέματα, είναι να μην πέσεις στον υπερβολικά σχολαστικό υπάλληλο που θα σου φέρει εμπόδια μόνο και μόνο από το κακό του το κεφάλι. Τους είπα πάντως ότι στο Μουσείο της Φρίντα Κάλο στην πόλη του Μεξικού των 25 εκατομμυρίων κατοίκων, σου δίνουν περιθώριο 29 ολόκληρα λεπτά να καθυστερήσεις στο ραντεβού, γιατί όπως και να το κάνουμε, πρέπει να σέβεσαι τον ανθρώπινο παράγοντα. Από το ένα αυτί μπήκε από το άλλο βγήκε. Κατάφερα να μπω στο μουσείο την τρίτη και φαρμακερή φορά για 1 μόνο ώρα προτού πάρω τον δρόμο για τις καφεφυτείες και άξιζε τον κόπο. Είναι φανταστικό.



Θέλω να σας εξομολογηθώ πως όταν περιπλανιέμαι μόνη, μου αρέσει να χώνομαι σε μαγαζιά όπου βλέπω μόνο ντόπιους. Και ανθρώπους πολύ διαφορετικούς από εμένα. Πείτε το φετίχ. Δεν ξέρω. Στην Ελλάδα π.χ., μου αρέσει να μπαίνω σε καφενεία με ηλικιωμένους άντρες και να πίνω ελληνικό ή να τρώω υποβρύχιο. Στο Μεξικό π.χ., μου αρέσει να σταματάω στον δρόμο και να τρώω τάκος από τους πλανόδιους πωλητές εκεί που τρώνε τάκος μόνο μεξικάνικες φάτσες – μια παρένθεση εδώ πολύ σημαντική: αν δεν περάσετε έναν μήνα στο Μεξικό να συνηθίσει το στομάχι σας τα βακτήρια, ΜΗΝ το αποπειραθείτε, αντενδείκνυται για τους τουρίστες. Στην Μπογκοτά, έκανα μια στάση σε ένα... μπαρμπέρικο που μου έκανε εντύπωση, γιατί ενώ ήταν μπαρμπέρικο, έφτιαχναν και νύχια. Μπήκα λοιπόν και έφτιαξα τα νύχια μου με τη Νάντια που μου πήρε μόλις 10.000 COP, δύο ευρώ και είκοσι λεπτά -αν αγόραζα νυχοκόπτη πιο πολλά θα έδινα- ενώ η φίλη της μου κούρεψε τη φράντζα για 7.000 COP.





Tο δεύτερό μου βράδυ στην Μπογκοτά κατέληξα στην Plaza del Chorro de Quevedo που είναι στην καρδιά της Candelaria και ήπια ένα παραδοσιακό αφέψημα ονόματι #Chicha που φτιάχνεται από καλαμπόκι κι έχει μια περίεργη ξινή γεύση σαν το Pulque το μεξικάνικο που φτιάχνεται από το φυτό της αγαύης. Είναι και τα δύο αλκοολούχα... Την πάτησα και με το Chicha, όπως την είχα πατήσει και με το Pulque. Σόρυ, αλλά δεν καταλαβαίνεις το αλκοόλ στη γεύση και αν δεν το ξέρεις, μεθοκοπάς μέχρι να φτάσεις στη μέση και χαμπάρι δεν παίρνεις. Ένιωσα λοιπόν την πρώτη ζαλούρα από το Chicha πολύ σύντομα και μόλις νύχτωσε για τα καλά, κάπου στις 18:30, επέστρεψα στη Zona Rosa και το Parque 93. Ήθελα πολύ να πάω στην Puerta Falsa που είναι ένα ωραίο ταβερνάκι κοντά στην Plaza de Bolívar να φάω σούπα Ajiaco, αλλά όλοι μου συνέστησαν να μην κυκλοφορήσω στο κέντρο, όταν θα έχει νυχτώσει.








Τρίτη μέρα στην Μπογκοτά, αφού χόρτασαν τα μάτια μου #street_art, πήρα το τελεφερίκ με τη φίλη μου τη Νέλε να κάνουμε μια εξόρμηση στο βουνό Monserrate, που έχει φανταστική θέα της πόλης από ψηλά, μια εκκλησία, ένα mercado, μία αγορά δηλαδή, που ως γνήσια παζαρτζού δεν με άφησε πολύ ικανοποιημένη και έναν δρόμο όλο εστιατόρια και καφενεία με λιχουδιές κολομβιάνικες. Ήπια εννοείται τον καφέ μου και έφαγα ένα ζεστό γλυκό φτιαγμένο από μπανάνα με τυρί picadillo που με ενθουσίασε και με κράτησε μέχρι την άλλη μέρα τόσο μεγάλο και χορταστικό που ήταν.






Την τελευταία μου μέρα στην Μπογκοτά, αποφάσισα να βγω από την πόλη, γιατί ήταν 20 Ιουλίου, η Μέρα της Ανεξαρτησίας τους, και στο κέντρο θα είχε πορείες, διαδηλώσεις, κλειστούς δρόμους και ό,τι συνεπάγεται μια μέρα γιορτής, περισυλλογής και διαμαρτυρίας. Με άλλα λόγια, όλοι μου είπαν ότι θα γινόταν χαμός. Πήρα λοιπόν τον φίλο μου τον Χουάν και πήγα κάπου μία ώρα έξω από την Μπογκοτά σε μία πολύ ξεχωριστή πόλη ονόματι Zipaquirá.





Η Σιπακιρά είναι γνωστή για τις ποδηλατάδες της, την αποικιακή αρχιτεκτονική της και το Catedral de Sal, που είναι ένας ναός τεράστιος στο εσωτερικό ενός πανάρχαιου ορυχείου αλατιού. Ο ναός είναι φτιαγμένος τα τελευταία 28 χρόνια, συγκεντρώνει κάθε Κυριακή μέχρι και 3.000 επισκέπτες, απεικονίζει τη γέννηση, τη ζωή και τον θάνατο του Ιησού και θεωρείται στολίδι της σύγχρονης αρχιτεκτονικής.






Είναι μια πολύ ξεχωριστή ατραξιόν, έχει σταυρούς φτιαγμένους από πέτρα ή μέσα στην πέτρα εντυπωσιακούς, έχει ωραίο φωτισμό, είσαι και 600 μέτρα κάτω από τη γη, νιώθεις ένα δέος. Αλλά ναό δεν θα τον χαρακτήριζα. Μουσείο ναι, έχει κινηματογράφο, θέατρο, μαγαζιά να αγοράσεις πράγματα, να φας, να πιεις, κάνεις ένα ενδιαφέρον τουρ και γυρίζεις με ένα κόκκινο τρένο σαν να είσαι εσύ ο μεταλλωρύχος, αλλά δεν είναι καθεδρικός ναός έτσι όπως τον γνωρίζουμε από την καθολική εκκλησία. Σε κάθε περίπτωση, είναι ένας must προορισμός σε μια καταπληκτική τοποθεσία. Κρίμα που δεν είχα περισσότερο χρόνο. Χρειάζεσαι πάντως σίγουρα 2,5 ώρες για να το γυρίσεις και δεν το συνιστώ σε κλειστοφοβικούς.





Το ότι θα έβλεπα σινεμά σε ένα ορυχείο αλατιού, βαθιά κάτω από τη γη, είναι κάτι που δεν είχα σκεφτεί ποτέ...


Στο τρίτο και τελευταίο μέρος, θα σας μεταφέρω στις καφεφυτείες την Κολομβίας κι ελπίζω να έχω κι ένα βίντεο καθ' όλα ολοκληρωμένο με τα highligts!

Opmerkingen


bottom of page