... και όλα όσα μου έκαναν εντύπωση.
Τελευταία στιγμή το αποφάσισα. Άκουσα ότι η Κολομβία από τον Ιούνιο έχει ανοίξει τα σύνορά της και δεν απαιτεί τεστ Κόβιντ και καραντίνες όταν εισέρχεσαι στη χώρα, έχω πλήρως εμβολιαστεί από τον Μάιο, έκανα ένα γρήγορο τεστ που βγήκε αρνητικό και πέταξα. Οφείλεις να συμπληρώσεις ηλεκτρονικά το migratorio που είναι ένα έγγραφο με ερωτήσεις μεταναστευτικού περιεχομένου, μια από τις ερωτήσεις είναι αν έχεις εμβολιαστεί, πότε και με ποιο εμβόλιο και με το διαβατήριο στο χέρι κάνεις τη μεγάλη είσοδο σε μια μεγάλη χώρα. Κυριολεκτικά και μεταφορικά “μεγάλη”. Δεν γίνεται να μη σε πλημμυρίσει η γοητεία της.
Το αεροπλάνο ήταν γεμάτο. Όχι, δεν υπήρχαν αποστάσεις ασφαλείας, ναι, όλοι φορούσαν μάσκες, όχι, η αεροπορική εταιρεία Aeromexico δεν ζητάει τεστ αρνητικό ή εμβολιασμό για να επιβιβαστείς. Η άποψή μου για το πώς χειρίζονται οι αεροπορικές εταιρείες την πανδημία είναι γνωστή και παντελώς αρνητική. Ακόμα αναρωτιέμαι πώς επιτρέπουν πολύωρες αεροπορικές πτήσεις με τους επιβάτες στοιβαγμένους σαν σαρδέλες και έχουν σε πολλές χώρες ακόμα κλειστά τα κλειστά θέατρα όπου τηρούνται όλα τα μέτρα ασφαλείας. Ναι, ξέρω για τα φίλτρα και τους εξαερισμούς. Η λογική μου δεν το δέχεται. Μου φαίνεται μια πλάνη και άλλα λόγια να αγαπιόμαστε. Μέχρι στιγμής θεωρώ πως έχω σταθεί απλώς τυχερή με τις πτήσεις εξωτερικού, καθώς δεν έχω νοσήσει, και λυπάμαι που δεν μπορώ να κάνω θέατρο.
Η Κολομβία είναι μια χώρα γεμάτη αντιφάσεις όπως και όλη η Λατινική Αμερική έτσι όπως τη έχω ζήσει ως τώρα. Τη μια στιγμή μπορεί να βρίσκομαι σε ένα σπίτι μεσοαστικό, που θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται σε μια καλή γειτονιά της Ευρώπης και την άλλη στιγμή σε ένα χωριό παραδοσιακό που δεν έχει ούτε ηλεκτρικό ρεύμα. Tη μια στιγμή μπορεί να ακούω για τα καλλιτεχνικά ρεύματα και τους σημαντικούς συγγραφείς της χώρας και την άλλη για την ασταθή πολιτική κατάσταση και τη μάστιγα των ναρκωτικών. Τη μια στιγμή μπορεί να μιλάω με έναν ιθαγενή της Αμαζονίας που βρέθηκε στην Μπογκοτά για να πουλήσει στον δρόμο του ιστορικού κέντρου χειροποίητες mochilas Arhuacas -τσάντες φτιαγμένες από τρίχα κατσίκας- και την άλλη στιγμή να μιλάω με μια πωλήτρια σε ένα τουριστομάγαζο καλαίσθητα διακοσμημένο σε μία χιπστεροπεριοχή όλο μπαράκια και νέους που πίνουν κοκτέιλς. Πολιτισμικά απανωτά σοκ.
Δεν νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε μια πλούσια προηγμένη πόλη όταν βρίσκεσαι στην Μπογκοτά. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Όταν έπεσε η κάμερά μου και έσπασε η οθόνη -έπαθα εκείνη την ώρα ένα μικροεγκεφαλικό- τρέχαμε με τη φίλη μου την Τζένη να βρούμε αντιπροσωπεία της Σόνυ και καταλήξαμε σε έναν δρόμο που μου θύμισε πάρα πολύ τη Σωκράτους στην Αθήνα και όλη εκείνη τη ζώνη πίσω από την Ομόνοια μέχρι την πλατεία Καραϊσκάκη. Ήθελα τόσο πολύ να βγάλω φωτογραφία από εκείνο τον δρόμο που μου θύμισε τόσο πολύ την Αθήνα, αλλά η κάμερά μου ήταν σπασμένη και η Τζένη μου συνέστησε να μη βγάλω το κινητό μου σε κοινή θέα σε αυτή την περιοχή. Βασικά, όλοι μου συνέστησαν να μην έχω σε κοινή θέα τίποτα πολύτιμο στην Μπογκοτά. Κάμερα, κινητό, σκουλαρίκια, ό,τι μπορεί κάποιος να αρπάξει καλό είναι να κρύβεται. Η Μπογκοτά -θέλω να καταλήξω- δεν είναι μια όμορφη πόλη, δεν είναι ίσως μια ασφαλής πόλη, είναι όμως μια πόλη γεμάτη ζωή και καλλιτεχνικά ρεύματα και να πω τη μαύρη μου αλήθεια, δεν ένιωσα προσωπικά ποτέ αν-ασφαλής στην Μπογκοτά. Δεν είχα ούτε μια αρνητική εμπειρία. Ίσα-ίσα, το ακριβώς αντίθετο. Ίσως στάθηκα τυχερή, ίσως ακολούθησα σωστά όλες τις οδηγίες των ντόπιων φίλων και ανθρώπων που βρέθηκαν στο διάβα μου.
Άνθρωποι πολύ ευγενικοί, γλυκύτατοι, έτοιμοι να σε εξυπηρετήσουν, να σε βοηθήσουν, να σου μιλήσουν, δείχνουν ενδιαφέρον για σένα και τον τόπο καταταγωγής σου - όταν έλεγα ότι είμαι από την Ελλάδα, ενθουσιάζονταν, ίσως να μην ήξεραν πού βρίσκεται στον χάρτη, ήξεραν όμως για την ιστορία της, τα αρχαία της και τη Σαντορίνη. Έτοιμοι και να χορέψουν. Φυσικά. Όπου κι αν τριγυρνούσα θα έπιανε το αυτί μου μουσική και όλο και κάποιος περαστικός θα λικνιζόταν για λίγα δευτερόλεπτα ή θα σταματούσε να κάνει μια στροφή και θα συνέχιζε τον δρόμο του. Και σε αυτό το σημείο θα ήθελα να αναφέρω ότι αρκετοί Κολομβιάνοι έχουν αγγλικά ονόματα. Συνάντησα κόσμο που λέγεται Jenny, John, William, Jessica, Brayan, Kevin, Kenneth. Διάβασα ότι αυτή η τάση μάλλον οφείλεται στο ότι τους αρέσει το πώς εκφέρονται, αλλά και στις αμερικανικές ταινίες που έχουν τη δική τους ξεχωριστή θέση στην κολομβιανή κινηματογραφική σκηνή.
Η πτήση από την πόλη του Μεξικού στην Μπογκοτά διαρκεί περίπου 4 ώρες. Δεν είναι μια μικρή πτήση. Γενικά, οι Αμερικάνοι έχουν άλλη αίσθηση της απόστασης από τους Ευρωπαίους. Εμείς λέμε πόσο μεγάλη είναι μια απόσταση 4 ωρών με το αυτοκίνητο ή με το αεροπλάνο, γι' αυτούς ειναι δίπλα. Όταν προσγειώθηκα, με τσίμπησε το κρύο. Με είχαν προετοιμάσει ότι η Μπογκοτά δεν είναι σε γενικές γραμμές μια ζεστή πόλη. Με υψόμετρο 2.640 μέτρα έχει ένα κλίμα loco, θεότρελο, όχι μόνο η Μπογκοτά, όλη η Κολομβία, αλλά ένα παραπάνω για την Μπογκοτά λόγω του υψόμετρου. Το κλίμα αλλάζει κάθε τέταρτο! Στις 7 το πρωί που ξυπνάς μπορεί να έχει συννεφιά, μετά να βγάλει ήλιο, μετά να πιάσει αέρας, μετά να μαζευτούν πάλι τα σύννεφα και να αρχίσει να βρέχει, μετά να κάνει κρύο, μετά να ξαναβγεί ο ήλιος και να θέλεις να αλλάξεις δέρμα από τη ζέστη, μετά να ξανακάνει κρύο γιατί θα έχουν ξαναμαζευτεί τα σύννεφα, μετά να ξαναρχίσει να βρέχει και πάει λέγοντας μέχρι το βράδυ που θα πέσεις για ύπνο ίσως με τους ήχους της βροχής ή της ρεγκετόν που ακούγεται στη διαπασών από τα διερχόμενα αμάξια ή από κάποιο γειτονικό μπαράκι.
Συνδέθηκα με το Wi-Fi του αεροδρομίου και κάλεσα κατευθείαν ένα Uber. To Uber είναι μία εφαρμογή που λατρεύω, γιατί πληρώνω τις διαδρομές με κάρτα, δεν χρειάζεται να κουβαλάω μετρητά στο πορτοφόλι, όλα γίνονται ηλεκτρονικά και οι οδηγοί δεν μπορούν να σε υπερχρεώσουν ή να κάνουν ματσακονιές, γιατί υπάρχουν κριτικές και αξιολογήσεις από τους χρήστες. Για μια γυναίκα λοιπόν που ταξιδεύει μόνη είναι ό,τι καλύτερο. Ωστόσο, το Uber είναι παράνομο στην Κολομβία. Δεν το ήξερα. Κάλεσα λοιπόν έναν οδηγό, ο οποίος με πήρε κατευθείαν τηλέφωνο μέσω της εφαρμογής να με παρακαλέσει να περάσω απέναντι στο πάρκινγκ όπου ήταν σταθμευμένος. Το πάρκινγκ είχε εκατοντάδες αυτοκίνητα και λίγο αγχώθηκα, αλλά ο τύπος με εντόπισε κατευθείαν και με συνομωτικό ύφος μου ζήτησε να καθίσω στο μπροστινό κάθισμα, ένα αίτημα που ήταν σαν να μου έβαλαν εκατομμύρια βελόνες στην καρδιά. Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν “ωραία, θα ζήσω την πρώτη μου σεξουαλική παρενόχληση στην Κολομβία”, αλλά γρήγορα μου εξήγησε ότι όλα γίνονται παράνομα και καλό θα ήταν να μη με δει η αστυνομία να κάθομαι στο πίσω κάθισμα, ώστε αν μας σταματήσουν να πούμε ότι είμαστε φίλοι. ΟΚ, κατάλαβα, Έλληνες, Ιταλοί, Κολομβιάνοι, ούνα φάτσα, ούνα ράτσα.
Το ξενοδοχείο μου ήταν στη Zona Rosa δίπλα στο Πάρκο 93 και τη Zona T, που θα τολμούσα να πω ότι έχει ευρωπαϊκό αέρα. Δεν επέλεξα το ιστορικό κέντρο για λόγους ασφαλείας. Ήθελα να τριγυρνάω στο ιστορικό κέντρο την ημέρα, αλλά μετά που νυχτώνει να είμαι σε μια ασφαλή περιοχή και νομίζω ότι έπραξα σωστά για την πρώτη μου φορά στην κολομβιανή πρωτεύουσα. Μόλις λοιπόν έφτασα στο ξενοδοχείο, πέταξα τον σάκο και βγήκα κατευθείαν έξω να περπατήσω. Πρώτη στάση Πάρκο 93 με εστιατόρια, καφετέριες, μπαράκια στα πέριξ και κόσμο να περπατάει, να παίζει, να την αράζει υπό βροχήν. Άρχισε να ψιλοβρέχει εκείνο το απόγευμα, η βροχή δυνάμωσε και δεν σταμάτησε να βρέχει μέχρι που γύρισα στο ξενοδοχείο μετά από 4 ώρες singing and dancing in the rain. Δεν ήμουν η μόνη. Οι Μπογκοτιανοί είναι φυσικά συνηθισμένοι στα μικροκλίματα και μου έκανε εντύπωση που ακόμα και όταν άρχισε να βρέχει, οι δρόμοι δεν άδειασαν ούτε στιγμή, κάποιοι είχαν ομπρέλες, αλλά οι περισσότεροι ήταν έκθετοι στη βροχή σαν να μην έτρεχε τίποτα.
Αφού έκανα τη βόλτα μου στον χιπστεροπεζόδρομο της Zona T κι έγινα παπί από τη βροχή, αποφάσισα να κάνω μία στάση σε ένα μπαράκι για να ξεκουραστώ και να περιμένω τη βροχή να σταματήσει. Ήταν περίπου εφτά το απόγευμα και είχε ήδη νυχτώσει. Η βροχή δεν σταμάτησε ποτέ, αλλά εγώ ήπια ένα φανταστικό κοκτέιλ ονόματι El Aguardiente Sour σε ένα μπαρ που μάλλον ήταν πολύ in και trendy, γιατί ήταν γεμάτο από κόσμο και είχε συνεχώς ουρά με άτομα που περίμεναν. Ήμουν μόνη και δεν ήταν δύσκολο να μου βρουν μια θέση στο μπαρ. Είναι όμορφος λαός ο κολομβιανός και πολύ ερωτικός θα ήθελα να προσθέσω. Το πόσα ματάκια μου έκλεισαν από νέους και μεγαλύτερους όσο ήμουν μόνη καθισμένη στην μπάρα, βρεγμένη και παντελώς ατημέλητη μετά από το πολύωρο ταξίδι ήταν το κάτι άλλο. Και λέω, μωρέ μπράβο φλερτ. Αλλά δεν με ενόχλησε κανείς. Μόνο ματάκια και χαμόγελα εισέπραξα. Κολακεύτηκα βεβαίως-βεβαίως.
Το κοκτέιλ που ήπια είναι παραδοσιακό της Κολομβίας με χυμό πορτοκάλι, χυμό λεμόνι, ζάχαρη, ασπράδι αυγού για χρώμα-αφρό και... aguardiente. Το αγουαρδιέντε συνηθίζεται πολύ όχι μόνο στην Κολομβία, αλλά και σε όλη τη Λατινική Αμερική, έχει καταγωγή από την Ισπανία και μοιάζει πολύ με το δικό μας ούζο, καθότι είναι απόσταγμα γλυκάνισου. Τη ζάχαρη μου την έφεραν σε ξυλάκι, κάτι σαν το μαλλί της γριάς, κι έπρεπε να τη βουτήξω εγώ στο ποτήρι και να την ανακατέψω. Μέχρι βέβαια να καταλάβω τι έπρεπε να κάνω με το μαλλί της γριάς μου έπεσε το μισό στο πάτωμα, αλλά γέλασα με την ψυχή μου που έμεινα με το μαλλί στο χέρι και λέω πού είναι οι φίλες μου, πού είναι ο άντρας μου, πού είναι τα αδέρφια μου να με δουν να πέσουμε κάτω από τα γέλια.
Γύρισα με τα πόδια στο ξενοδοχείο, έγινα ακόμα πιο μούσκεμα, γιατί ομπρέλα δεν είχα ούτε και μετρητά σε πέσος κολομβιάνος για να αγοράσω μια ομπρέλα από τους μικροπωλητές όλων των ηλικιών που εμφανίστηκαν από το πουθενά πουλώντας τες. Είχα ακόμα στην τσάντα μου τα σάντουιτς που είχα φτιάξει από το σπίτι σαν καλή Ελληνίδα θεία που κουβαλάει πάντα τα κεφτεδάκια στο καράβι. Έφαγα ένα στραπατσαρισμένο σάντουιτς, κοιμήθηκα και κάπως έτσι τελείωσε η πρώτη μου μέρα στην Μπογκοτά.
Στα επόμενα αφιερώματα θα σας μιλήσω για τη ζώνη του καφέ, το Salento, το πεντανόστιμο φαγητό και τα ροφήματα που έφτασαν στο στομάχι μου, τη Valle de Cocora και έναν ναό που έχτισαν σε ένα παμπάλαιο ορυχείο αλατιού που είναι πλέον πολύ διάσημο και λέγεται Catedral de Sal στη μικρή πόλη Zipaquirá.
Σχόλια