top of page
Εικόνα συγγραφέαΓλύκα Στόιου

3 ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ V

Έγινε ενημέρωση: 2 Οκτ 2022

Νουβέλα σε 12 κεφάλαια.


Η Μαρία λίγο πριν κλείσει τα 40 αποφασίζει να κάνει εξωσωματική γονιμοποίηση. Ζει με τον σύζυγό της Γιόζεφ στο μακρινό Μεξικό. Το κείμενο είναι μια βαθιά βουτιά σε συναισθήματα, σκέψεις και στιγμιότυπα της ζωής της που της κράτησαν συντροφιά εκείνες τις 3 εβδομάδες, όσο διήρκησε η διαδικασία. Σχολιάζει την ελληνική επικαιρότητα, θυμάται τα παιδικά της χρόνια και ονειρεύεται να μείνει έγκυος. Αφηγείται το δικό της ρεαλιστικό ταξίδι σε αντιπαραβολή με το συμβολικό ταξίδι μιας πορτοκαλί ψυχής.


Κεφάλαιο 9


Μαριχουάνα στοπ


Προσπαθούσαν να κάνουν παιδί κάπου 3 χρόνια. Ήθελαν πολύ από τη μία, αλλά, όσο δεν ερχόταν, τους έμπαινε η ιδέα ότι μπορεί και να μην ήθελαν. Η ιδέα της υιοθεσίας ήταν ακόμα εκτός συζήτησης. Δεν θα έμεναν για πάντα στο Μεξικό. Θα βρίσκονταν εκεί για ένα μικρό χρονικό διάστημα, κάποια στιγμή θα επέστρεφαν στην Ευρώπη, ίσως να συζητούσαν τότε το ενδεχόμενο να υιοθετήσουν. Η πανδημία ήταν ακόμα στα ντουζένια της, είχαν την ορμή να γνωρίσουν καλύτερα τη Λατινική Αμερική, ήθελαν να εξαντλήσουν και όλα τα περιθώρια μήπως καταφέρουν να κάνουν αυτό που χιλιετίες τώρα αποτελεί ένα βασικό ένστικτο του ανθρώπινου είδους: να αναπαραχθούν.

Στο Μεξικό αποφάσισαν ότι ήρθε η ώρα να κάνουν την εξωσωματική. Η Μαρία ήταν λίγο πριν κλείσει τα 40, είχαν καλή ασφάλεια, θα μπορούσε να καλύψει κάποια έξοδα, η αναστολή της εργασίας της λόγω πανδημίας ίσως βοηθούσε ώστε να γίνει η διαδικασία χωρίς περιττό άγχος. Οι εξετάσεις πριν την εξωσωματική ήταν καταπέλτης. Το σπερμοδιάγραμμα του Γιόζεφ έδειξε ότι η συγκέντρωση των σπερματοζωαρίων ήταν πολύ χαμηλή κι έπρεπε να κάνει θεραπεία, ενώ η Μαρία είχε στα γυναικολογικά τα 7 κακά της μοίρας της: ινομυώματα, πολύποδα, πολυκυστικές ωοθήκες. Έπρεπε να κάνει επέμβαση. Τουλάχιστον η υστεροσαλπιγγογραφία έδειξε ότι οι σάλπιγγές της ήταν διαβατές.

Μπήκε στο νοσοκομείο αρχές Αυγούστου, λίγο πριν τις διακοπές τους στην Ευρώπη. Ο Γιόζεφ δούλευε πυρετωδώς, δεν μπορούσε να τη συνοδεύσει. Πήγε μόνη της. Μετά την επέμβαση, ο γιατρός τής είπε ότι όλα πήγαν καλά, αλλά οι σάλπιγγές της ήταν βουλωμένες, δεν καταλάβαινε πώς ήταν δυνατόν η υστεροσαλπιγγογραφία να έδειξε το αντίθετο. Αν δεν έκανε εξωσωματική, δεν θα μπορούσε ποτέ να μείνει έγκυος με φυσικό τρόπο. Αυτό την ξάφνιασε και της ανέβηκαν δάκρυα στα μάτια. Εντάξει, λοιπόν, θα κάνω την εξωσωματική, αφού δεν μπορώ αλλιώς να μείνω έγκυος. Αργότερα, πολύ αργότερα, θα ανακάλυπτε ότι υπάρχει ιατρική μέθοδος που ξεβουλώνει τις σάλπιγγες, αλλά και ότι σάλπιγγες είναι, μπορεί να βουλώνουν και να ξεβουλώνουν από μόνες τους με την πάροδο του χρόνου. Η Ελληνίδα γιατρός της είπε να εμπιστευτεί την υστεροσαλπιγγογραφία, αλλά μετά από 3 χρόνια ανεπιτυχών προσπαθειών στην ηλικία τους, η εξωσωματική ήταν μια καλή επιλογή. Ο Μεξικανός γιατρός γιατί να της πει ένα τέτοιο ψέμα;


Αρχικά, είχε κλείσει να κάνει την λαπαροσκόπηση-υστεροσκόπηση με έναν άλλον γυναικολόγο που της είχαν συστήσει, αλλά τα ακύρωσε όλα τελευταία στιγμή και άλλαξε γιατρό. Είχαν ορίσει την ημερομηνία της επέμβασης, αλλά κάποια στιγμή άναψε ένα λαμπάκι στο μυαλό της και συνειδητοποίησε ότι η ημερομηνία πέφτει προς το τέλος τους κύκλου της. Ναι, αλλά και εκείνον τον μήνα, όπως και όλους τους προηγούμενους, ακολουθούσαν συγκεκριμένο πρόγραμμα στις ερωτικές τους επαφές. Αν υπήρχε έστω και η απειροελάχιστη πιθανότητα να είχε μείνει έγκυος με φυσικό τρόπο, το έμβρυο σε εκείνο τον κύκλο δεν θα είχε καμία πιθανότητα. Είπε στον γιατρό τις σκέψεις της και η απάντηση που πήρε ήταν ότι θα έκανε ένα τεστ εγκυμοσύνης πριν μπει στο χειρουργείο και αν ήταν έγκυος, δεν θα προχωρούσαν με την επέμβαση. Κάτι της ξένισε με αυτήν την απάντηση και ρώτησε απευθείας την Ελληνίδα γιατρό της και μερικές φίλες της. «Αυτό δεν γίνεται», της είχαν απαντήσει. «Η χοριακή αρχίζει να εκκρίνεται αφού το γονιμοποιημένο ωάριο εμφυτευτεί στη μήτρα. Αυτό γίνεται συνήθως 9-10 μέρες μετά τη γονιμοποίηση. Ακόμα και αν βγει αρνητικό το τεστ, εσύ μπορεί να είσαι έγκυος, αν είσαι στις τελευταίες μέρες του κύκλου. Καλύτερα να περιμένεις να κάνεις την επέμβαση τις πρώτες μέρες αφού σταματήσει το αίμα της περιόδου. Όπως έκανες και με την υστεροσαλπιγγογραφία». Γιατί λοιπόν της είπε ψέματα και ο πρώτος της γιατρός στο Μεξικό; Γιατί δεν της είπε να περιμένουν; Γιατί δεν τη ρώτησε για τις μέρες του κύκλου της, ώστε να βάλουν μια ημερομηνία όπου δεν θα υπήρχε καμία πιθανότητα να είναι έγκυος; Τουλάχιστον, ο δεύτερος γιατρός, αφού άλλαξε τον πρώτο, φρόντισε να ενημερωθεί σωστά για τον κύκλο της και όρισαν ημερομηνία επέμβασης λίγο μετά το τέλος της περιόδου της. Αλλά και πάλι, της είπε κάτι που αποδείχτηκε εκ των υστέρων μεγάλο ψέμα. Γιατί λένε ψέματα οι γιατροί;


Αυτά σκεφτόταν καθώς άνοιγε τα μάτια της τη δέκατη μέρα μετά την εμβρυομεταφορά. Τι περιπέτεια και αυτή της εξωσωματικής. Τι ταξίδι...


Ήταν το δεύτερο πρωινό που ξυπνούσαν και αντίκρυζαν σπασμένο ποτήρι στο πάτωμα του σαλονιού. Ο γάτος γινόταν μαστροχαλαστής τις τελευταίες νύχτες. Αφού δεν μπορούσε να βγει έξω στον κήπο να ξεδώσει με τις πόρτες ερμητικά κλειστές, ανέβαινε πάνω στα τραπέζια κι έριχνε στο πάτωμα ό,τι τον ενοχλούσε, μάλλον για να σπάσει πλάκα. Όπως όλα τα πρωινά νιαούριζε εκκωφαντικά έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας για να ξυπνήσουν και να την ανοίξουν, αλλά τις δύο τελευταίες μέρες ανέβαινε πάνω στο κρεβάτι τους δείχνοντας λίγη παραπάνω στοργή και αγάπη από το κανονικό του. Το πρώτο πρωινό, ο Γιόζεφ τον ρώτησε:


«Σούπερ-Μάριο, τι τρέχει, πολλές αγάπες σήμερα, μήπως έκανες καμιά ζημιά;» για να ανακαλύψουν λίγα λεπτά αργότερα πως ένα ποτήρι μισογεμάτο νερό είχε πέσει στο πάτωμα και είχε γίνει θρύψαλα με μικρές λιμνούλες πάνω στο παρκέ. Το δεύτερο πρωινό που ο σούπερ-Μάριο ήρθε γεμάτος γλύκες ήταν βέβαιοι: «Να δεις που έσπασε κι άλλο ποτήρι», κάτι που επιβεβαιώθηκε αφού σηκώθηκε ο Γιόζεφ να φτιάξει καφέ και οι φωνές του αντήχησαν σε όλο το σπίτι. Όταν κατέβηκε η Μαρία, είδε άλλο ένα ποτήρι σπασμένο, ευτυχώς άδειο αυτή τη φορά, με γυαλιά διάσπαρτα παντού και τον γάτο να περιμένει ανυπόμονος να φάει το πρωινό του.


«Σήμερα δεν έχει πρωινό, τρελή αγελάδα!» του φώναξε και του άνοιξε την πόρτα να βγει στον κήπο. «Σήμερα μόνο νερό!»

Μετά από λίγο, του έβαλε τις κροκέτες σαν να μην είχε συμβεί τίποτα και μπήκε στο ίντερνετ να διαβάσει τι να κάνει με τον τρελόγατο που βρήκε νέο παιχνίδι με τα γυαλιά και τα ποτήρια. Καλού-κακού αποφάσισαν να μην αφήνουν πλέον τίποτα πάνω σε πάγκους και τραπέζια.


Ο νους της ταξίδεψε στη μάνα της που, όταν έσπαγε κάτι στο σπίτι, έλεγε πάντα: «Εκεί να πηγαίνει το κακό το μάτι». Σκέφτηκε και τη γειτόνισσά της που είχε τέσσερις γάτες γιατί έλεγε πως τα συγκεκριμένα ζώα είναι ιερά και απορροφούν την αρνητική ενέργεια του σπιτιού. Μακάρι λοιπόν τα σπασμένα ποτήρια να ήταν για καλό. Οραματίστηκε την κουκίδα μέσα της να ηλεκτρίζεται, να φωτίζεται για λίγο και να ξαναβυθίζεται στο σκοτάδι του εσωτερικού της κόσμου. Μακάρι στα σπασμένα ποτήρια να πηγαίνει η αρνητική ενέργεια και το έμβρυο μέσα της να φωτίζεται και να παραμένει ζωντανό και υγιές.

Οραματιζόταν ότι το έμβρυο έβγαζε ένα στιγμιαίο φως σαν πυγολαμπίδα τη νύχτα κάθε φορά που ένιωθε ένα έντονο συναίσθημα τις τελευταίες δέκα μέρες που το είχε μέσα της.

Την πρώτη φορά που το ένιωσε ήταν την 5η μέρα της εμβρυομεταφοράς. Κίνησε στη Cineteca Nacional -τον Εθνικό Κινηματογράφο της Πόλης του Μεξικού-, για να δει το κλασικό πολεμικό δράμα παραγωγής 1945 του Ρομπέρτο Ροσελίνι Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη. Ήθελε να βγει από το σπίτι, να περπατήσει, να πάρει τον αέρα της, ήθελε να νιώσει για λίγο και τη μαγεία του κινηματογράφου με ασφάλεια εν μέσω πανδημίας. Διάβασε ότι η Cineteca Nacional είχε ανοίξει μετά το λοκντάουν ακολουθώντας όλα τα μέτρα ασφαλείας, τσέκαρε το πρόγραμμα και είδε ότι η ταινία ξεκινούσε στις 17:15. Δεν ήταν ίσως η καταλληλότερη ταινία για την περίοδο που διήνυε, αλλά θα φρόντιζε να προστατεύσει τον εαυτό της και το έμβρυο στις δύσκολες σκηνές. Θα μπορούσε να κλείσει μάτια και αυτιά.

Δεν το μετάνιωσε που πήγε. Η ταινία ήταν αριστούργημα. Η ιστορία της εξελίσσεται το 1944, την περίοδο της γερμανικής κατοχής στην Ιταλία και παρουσιάζει με ρεαλιστικό τρόπο τη βιαιότητα των ναζιστών και την αντίσταση των Ιταλών που ακόμα δεν είχαν αναρρώσει από το φασιστικό κίνημα του Μουσολίνι. Τη γοήτευσε το γεγονός ότι ο Ροσελίνι γύριζε την ταινία την περίοδο που ακόμα δεν είχαν φύγει η Γερμανοί από τη Ρώμη με τον διαρκή φόβο της κατάσχεσης των μηχανημάτων και της σύλληψης, που σημαίνει ότι αποτύπωνε στο μέγιστο βαθμό την εποχή και τη ρημαγμένη από τον πόλεμο αιώνια πόλη.


Δυσκολεύτηκε σε δύο σκηνές. Η πρώτη σκηνή ήταν μετά τη σύλληψη του Φραντζέσκο, εκεί που έτρεχε η μέλλουσα γυναίκα του έγκυος πίσω από το γερμανικό καμιόνι κραυγάζοντας το όνομά του. Οι Ναζί την πυροβόλησαν και ο ρόλος της Άννας Μανιάνι άφησε την τελευταία του πνοή στο οδόστρωμα με τον μικρό της γιο από τον πρώτο γάμο να κλαίει σπαρακτικά στο προσκεφάλι της. Η Μαρία ένιωσε για πρώτη φορά το έμβρυο να ηλεκτρίζεται. Η δεύτερη σκηνή που τη δυσκόλεψε ήταν όταν βασάνιζαν τον Τζόρτζιο στην Γκεστάπο για να προδώσει τους συνεργάτες του. Έκλεισε τα μάτια και τα αυτιά της. Στο τέλος, όταν οι Γερμανοί στρατιώτες εκτόξευσαν τα πυρά τους στον αέρα αρνούμενοι να εκτελέσουν τον Δον Πιέτρο που ήταν ιερέας, με τα παιδιά να σφυρίζουν έναν γνώριμο σκοπό πίσω από τα συρματοπλέγματα για να δηλώσουν την παρουσία τους και να μη νιώθει μόνος στον θάνατο ο δάσκαλός τους, συγκινήθηκε. Άλλο ένα λαμπάκι μέσα της.

Στον δρόμο που περπατούσε για να γυρίσει στο σπίτι, θυμήθηκε ένα στιγμιότυπο με τον άντρα της που ήταν Γερμανός σε ένα κοινό ταξίδι τους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είχε μόλις τελειώσει μία κάκιστη θεατρική παράσταση στο πλαίσιο ενός θεατρικού συνεδρίου που η ίδια παρακολουθούσε και είχε σύρει και τον Γιόζεφ για να περάσουν μαζί και ευχάριστα -υποτίθεται- το απόγευμά τους. Ένας από τους λόγους που θεώρησε κάκιστη την παράσταση ήταν ο εξής: οι ΗΠΑμερικάνοι έχουν γενικά την τάση να αποτυπώνουν καλλιτεχνικά ξένες κουλτούρες για τις οποίες δεν έχουν την παραμικρή ιδέα και να τις παρουσιάζουν λες και είναι ενταγμένες στο δικό τους πολιτισμικό πλαίσιο που αποτελεί από μόνο του ένα μωσαϊκό. Ενώ της ήταν ως λαός πολύ συμπαθής και της άρεσε να συνεργάζεται μαζί τους, ερμήνευε τη συγκεκριμένη τάση ως δείγμα έσχατης κομπορρημοσύνης. Η παράσταση πραγματευόταν τη ζωή και την αμφιλεγόμενη προσωπικότητα της Λένι Ρίφενσταλ, της Γερμανίδας φωτογράφου, ηθοποιού και σκηνοθέτριας που δημιουργούσε ταινίες προπαγάνδας κατά παραγγελία του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος της Γερμανίας χωρίς ποτέ να αποποιηθεί το ναζιστικό παρελθόν της όπως έσπευσαν να κάνουν πολλοί συνάδελφοί της μετά το τέλος του πολέμου. Η αμερικανική παράσταση δεν αποτύπωσε ούτε στο ελάχιστο την ατμόσφαιρα της Γερμανικής εποχής, ενώ οι ηθοποιοί έπαιζαν σαν... Αμερικάνοι σε κακές ταινίες του '50. Υπερβολικά και χωρίς νόημα. Δεν της έμεινε ούτε καν η ιστορία της Ρίφενσταλ.

Άκουγε τον Γιόζεφ να φυσάει και να ξεφυσάει καθ' όλη τη διάρκεια της παράστασης. Κάποια στιγμή έσκυψε να τον ρωτήσει αν ένιωθε άβολα με το θέμα. «Όχι, δεν νιώθω άβολα με το θέμα. Η παράσταση είναι βαρετή και απαράδεκτη. Γιατί δεν γράφουν οι Αμερικάνοι για θέματα που αφορούν στην αμερικανική κοινωνία; Αυτό που βλέπω δεν έχει καμία σχέση με τη Γερμανία».

Μετά το τέλος της παράστασης τους πλησίασε, όσο κάθονταν ακόμα, μία μεγάλη σε ηλικία ηθοποιός και ρώτησε τον Γιόζεφ με ύφος χιλίων καρδιναλίων: «Πώς νιώθεις που έκαναν όλα αυτά τα αίσχη οι δικοί σου στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο;» και έφυγε αμέσως χωρίς να περιμένει απάντηση. Ο Γιόζεφ γύρισε προς το μέρος της γυναίκας του φανερά ενοχλημένος: «Δεν τα έκαναν “οι δικοί μου” όλα αυτά». Ενοχλήθηκε και η Μαρία από την αγένεια της Αμερικανίδας ηθοποιού, αλλά της έδωσε άφεση, γιατί έμαθε αργότερα ότι ο πατέρας της ήταν επιζών του Άουσβιτς. Ήταν η στιγμή της να πάρει μια μικρή εκδίκηση για την τραγωδία των προγόνων της. Βέβαια, τη μικρή αυτή εκδίκηση την πήρε προσβάλλοντας τον πιο πασιφιστή ίσως άνθρωπο που γνώρισε η Μαρία ποτέ στη ζωή της. Ο Γιόζεφ ήταν φιλειρηνιστής, βαθιά ανθρωπιστής, ανήκε στην τρίτη μεταπολεμική γενιά της Γερμανίας που μεγάλωσε χωρίς να παίζει στερεοτυπικά ως αγόρι με τα όπλα στο σχολείο, καθώς απαγορευόταν αυστηρά, ενώ πριν ακόμα καταργηθεί εντελώς η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία στη χώρα του, ο ίδιος είχε επιλέξει να κάνει το «στρατιωτικό» του σε ένα νοσοκομείο, όπου επί ένα χρόνο ξεσκάτιζε αρρώστους προσφέροντας κοινωνική υπηρεσία χωρίς ποτέ να φορέσει στρατιωτική στολή ή να σηκώσει όπλο. Η ίδια πάλι θεωρούσε ότι τέτοιου είδους καυστικά σχόλια δεν νοούνταν να εκστομίζονται από Αμερικάνους. Η αυθόρμητη απάντηση που της ήρθε στον νου με το που την άκουσε να μιλάει έτσι στον άντρα της ήταν: «Δεν ξέρω. Εσύ πώς νιώθεις για την ατομική βόμβα που πέταξαν “οι δικοί σου” σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι, για τον πόλεμο της Κορέας, του Βιετνάμ, του Κόλπου, για τον βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας και της Λιβύης, για την εισβολή σε Ιράκ και Αφγανιστάν που οδήγησε τόσο κόσμο στην προσφυγιά, για την υποστήριξη της χούντας των Συνταγματαρχών στη χώρα μου που βασάνισε χιλιάδες ανθρώπους, στέρησε την ελευθερία του λόγου για επτά ολόκληρα χρόνια και άφησε τις πόρτες ανοιχτές για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο;» Της έδωσε όμως άφεση. Ο πατέρας της ήταν στο Άουσβιτς.

Αυτά σκεφτόταν στην επιστροφή από τη Cineteca Nacional, καθώς περπατούσε στα στενά του Κογιοακάν προς το σπίτι της και ένιωθε το έμβρυο μέσα της και πάλι να ηλεκτρίζεται. Ηρέμησε έλεγε στον εαυτό της. Γιατί ταξιδεύει το μυαλό σου στο παρελθόν;


Τη δεύτερη φορά που ένιωσε ένα φως να διαπερνάει το έμβρυό της ήταν την 8η μέρα της εμβρυομεταφοράς στην έκθεση Van Gogh Alive. «Πρέπει οπωσδήποτε να πας» της είχε πει μια φίλη της Μεξικάνα την ώρα που έπιναν Μαργαρίτα με μεσκάλ στην πλατεία του Κογιοακάν τη Δευτέρα πριν κάνει τη μεταφορά του εμβρύου. Πρέπει να ήταν και το τελευταίο ποτό που είχε πιει. Το προτελευταίο ήταν ένα τσιπουράκι που το ορέχτηκε την Κυριακή πριν τη εμβρυομεταφορά. Είχε έρθει ένα φιλικό ζευγάρι στο σπίτι τους για φαγητό:

«Θέλετε να πιείτε το τσίπουρο σαν σναπς όπως οι Γερμανοί ή θέλετε να το πιείτε σαν τους Έλληνες;»


«Σαν τους Έλληνες» της είχαν απαντήσει ο Γερμανός συνάδελφος του Γιόζεφ με τη Μεξικάνα σύντροφό του που μόλις είχαν γευτεί ντολμαδάκια από τα χεράκια της με αμπελόφυλλα που είχε φέρει από την Ελλάδα, μελιτζανοσαλάτα, ελιές Καλαμών και λουκάνικα χωριάτικα στην ψησταριά. Γέμισε λοιπόν τέσσερα ψηλά ποτήρια με παγάκια κι έχυσε μέσα το πολύτιμο διάφανο νέκταρ από τους αμπελώνες του χωριού της που μεταμορφώθηκε αμέσως σε μια λευκή οπτασία μετά τη χημική αντίδραση του νερού με τον γλυκάνισο.

Η μέρα που πήγαν στην έκθεση του Βαν Γκογκ ήταν μια όμορφη μέρα, καθώς η Πόλη του Μεξικού εξακολουθούσε να μην προσφέρει πολλές συγκινήσεις λόγω του κορωνοϊού και οι λίγες ευκαιρίες που παρουσιάζονταν για μικρές, αλλά τονωτικές πολιτιστικές ενέσεις δεν έπρεπε να πηγαίνουν χαμένες. Ντύθηκε, στολίστηκε και κίνησε όλο χαρά με τον σύζυγο για την έκθεση αντί να καθίσουν άλλο ένα βράδυ μπροστά στην οθόνη βλέποντας ταινίες στο Νέτφλιξ. Μια μέρα άξια να τη γιορτάσει κανείς! Μπήκαν με τις μάσκες στο Uber, έβαλαν αντισηπτικό στα χέρια, μια κίνηση πλέον σχεδόν μηχανική, άνοιξαν τα παράθυρα και βρέθηκαν στο Cuauhtémoc που είναι μία από τις κεντρικές περιοχές της πόλης του Μεξικού.


Είπαν στον οδηγό να τους αφήσει λίγο πιο μακριά από το κτίριο για να περπατήσουν, μια απόφαση που τελικά απέβη μοιραία. Σε λιγότερο από ένα λεπτό αφού είχαν κατέβει από το αμάξι, άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς. Είχαν ανοίξει οι ουρανοί και αυτοί ακόμα έκαναν κύκλους γύρω από το κτίριο αναζητώντας την είσοδο. Αφού τη βρήκαν, περίμεναν για πάνω από 10 λεπτά να τους αφήσουν να μπουν μέσα, καθώς είχαν προμηθευτεί τα ηλεκτρονικά εισιτήρια από μία πλατφόρμα που είχε τη διευκρίνιση: "Usted puede recoger sus boletos en nuestros puntos de venta" που σήμαινε ότι έπρεπε να βρουν το σημείο πώλησης έξω από το κτίριο της έκθεσης για να τους δώσουν τα εισιτήρια εκτυπωμένα. Πιάσ' το αυγό και κούρευ' το με τη βροχή να πέφτει καρέκλες. Δυστυχώς ήταν αδύνατο να ελέγξει τα νεύρα της εκείνο τον καιρό. Ξεδίπλωσε όλο το ελληνικό της ταπεραμέντο που καμιά φορά την έκανε θερμοκέφαλη και έτοιμη να βγάλει νύχια, πόσω μάλλον εκείνο τον καιρό, αλλά οι υπάλληλοι την αφόπλισαν με την αφοπλιστική τους ευγένεια και τη διάθεση να τους εξυπηρετήσουν. Στο τέλος, μπήκαν στον χώρο της έκθεσης και εκεί η καρδούλα της αγαλλίασε νιώθοντας το έμβρυο να φωτίζεται με ένα φως ζεστό σαν τα ηλιοτρόπια του Βαν Γκογκ.


Μήπως δεν έπρεπε να είχε πάει...;


Επρόκειτο για μια έκθεση multimedia, που παρουσίαζε έργα του Βαν Γκογκ μέσα από τεράστιες γιγαντοοθόνες διασκορπισμένες στον χώρο με ήχους από κλασική μουσική και έναν καταιγισμό από πολύχρωμες κινούμενες εικόνες και αποφθέγματα του ζωγράφου. Φανταστική εμπειρία. Πώς να αντιδρούσε άραγε ο Βαν Γκογκ βλέποντας τη διάσταση που θα έπαιρνε η δουλειά του στον σύγχρονο κόσμο, που όσο ζούσε ο δόλιος είχε πουλήσει μόνο Το Κόκκινο Αμπέλι για 400 φράγκα και πάλευε μια ζωή με τους δαίμονες μέσα του;


Και αυτή πάλευε με τους δαίμονες μέσα της. Μήπως δεν έπρεπε να είχε πάει;

Βγαίνοντας από το κτίριο, η βροχή είχε σταματήσει και ένιωθαν μια ανάταση ψυχική σαν να είχαν κολυμπήσει μία ώρα στην ομορφότερη παραλία της Ελλάδας. Σύντομα βέβαια, τα φώτα και οι ρυθμοί της πόλης τους επανέφεραν στην πραγματικότητα. Ο Γιόζεφ ήθελε να παραγγείλει το Uber σε έναν δρόμο χωρίς πολλή κίνηση, με το σκεπτικό ότι θα ερχόταν πιο γρήγορα, αλλά η ίδια ήθελε να βγει στην Avenida Insurgentes για λόγους ασφαλείας, καθώς είχε μάθει από μικρή ως θηλυκό να αποφεύγει μέρη απόμερα και σκοτεινά και πάντα να αναζητά κόσμο και φως. Ο Γιόζεφ αρνούνταν κάποιες φορές να εμπιστευτεί τα ένστικτά της κι ενώ στην αρχή της σχέσης τους η Μαρία θύμωνε κατηγορώντας τον για σεξισμό, στα χρόνια που περνούσαν και τον μάθαινε καλύτερα συνειδητοποιούσε ότι ο σεξισμός δεν ήταν σίγουρα ο λόγος που πυροδοτούσε τη συγκεκριμένη συμπεριφορά του. Πολλές φορές μάλιστα έλεγε χαριτολογώντας ότι η ίδια ήταν περισσότερο σεξίστρια από τον άντρα της που εκτός από πασιφιστής ήταν και έμπρακτα υπέρμαχος της ισότητας. Στο τέλος, κατέληξε να πιστεύει ότι ο λόγος που ο άντρας της αντιδρούσε καμιά φορά φαινομενικά αναίτια στα λεγόμενα ή στα ένστικτά της ήταν η αθεράπευτη και αξεπέραστη εφηβεία του. Ήταν ένας αιώνιος έφηβος, μια κατάσταση κυρίως συναισθηματική που διατηρούσε νεανικό το σώμα και το μυαλό του, αλλά δεν ήτανε λίγες οι φορές που έφερνε αντιδραστικότητα στη συμπεριφορά του.

Πήγε λοιπόν ο Γιόζεφ και στήθηκε γαϊδουρινά στο σκοτεινό και απόμερο μέρος. Η Μαρία του έβαλε αμέσως τις φωνές, γιατί εκείνη τη στιγμή περνούσαν δύο λούμπεν τύποι που τους φώναξαν ειρωνικά: “Bienvenidos a México, gringos!” «Καλώς ήρθατε στο Μεξικό, γατάκια!» Καλά, όχι γατάκια, αλλά gringos αποκαλούν οι Μεξικανοί τους λευκούς Αμερικανούς, μερικές φορές όχι με τις φιλικότερες των διαθέσεων. Ήθελε να τους φωνάξει: «Ελληνίδα είμαι, ρε μαλάκες!», αλλά προτίμησε να φωνάξει στον άντρα της:

«Είσαι τρελός; Γιατί δεν θέλεις να με ακούσεις; Πού νομίζεις ότι βρίσκεσαι; Στο χωριό σου; Είμαστε στην Πόλη του Μεξικού γαμώτο, πάμε στη Λεωφόρο που περνάει πολύς κόσμος και έχει φως και αυτοκίνητα. Σε παρακαλώ!»

Την ακολούθησε μουρμουρίζοντας μες στα νεύρα ότι προτιμάει να μένει σπίτι πάνω στον καναπέ του από το να βγαίνει έξω μαζί της, αλλά με το που έβγαλε το κινητό του για να καλέσει ένα Uber τους την έπεσε ένας περίεργος τύπος που πολύ επιθετικά του ζητούσε το κινητό στα αγγλικά. Δεν φορούσε μάσκα, πάλι καλά δεν κρατούσε μαχαίρι και με ψυχραιμία που θα ζήλευε χειρούργος, η Μαρία με τον Γιόζεφ απλώς άλλαξαν πεζοδρόμιο, πήγαν απέναντι στο βενζινάδικο που είχε περισσότερο κόσμο, κάλεσαν το Uber και περίμεναν στωικά. Όταν μπήκαν μέσα στο αυτοκίνητο, πήραν μια βαθιά ανάσα, έβαλαν αντισηπτικό και πήγαν να ανοίξουν τα παράθυρα, αλλά ο οδηγός τους παρακάλεσε να τα αφήσουν κλειστά μέχρι να φύγουν από τον συγκεκριμένο δρόμο. Όταν έβλεπαν παράθυρα ανοιχτά στα διερχόμενα αυτοκίνητα που σταματούσαν στο φανάρι ή ήταν καθηλωμένα στην κίνηση, έβαζαν χέρια οι συνήθεις ύποπτοι και άρπαζαν κινητά, τσάντες και ό,τι άλλο έβρισκαν μπροστά τους. Στην καλύτερη περίπτωση. Στη χειρότερη, προσπαθούσαν να ανοίξουν τις πόρτες για να επιτεθούν στους ίδιους τους επιβάτες.


«Φτηνά τη γλιτώσαμε» είπε στον σύντροφό της. «Αν ζούσε η γιαγιά μου, θα άναβε ένα κερί στην εκκλησία ίσαμε το μπόι μου».

«Είχες δίκιο. Με συγχωρείς. Έπρεπε να σε ακούσω από την αρχή. Δεν ξέρω τι με έπιασε».

«Οι ορμόνες της εφηβείας ευθύνονται» του είπε και τον φίλησε μέσα από τη μάσκα. «Όταν μεγαλώσεις, θα σου περάσει».

«Δηλαδή, είμαι καταδικασμένος...»

«Αν και τώρα που το σκέφτομαι, η δήλωση ότι προτιμάς να κάθεσαι στον καναπέ του σπιτιού σου μάλλον σε παππού ανήκει παρά σε οργισμένο νιάτο. Εγώ νόμιζα ότι παντρεύτηκα έναν έφηβο ροκά».

«Ναι, παντρεύτηκες έναν έφηβο ροκά και τον έκανες παλιόγερο».

Γέλασαν πολύ.


«Εσύ πώς είσαι; Πώς νιώθεις;»

«Ήρεμη. Άναψαν τα αίματα, αλλά νιώθω ήρεμη. Δεν φοβήθηκα. Συνηθισμένα τα βουνά απ' τα χιόνια. Τόσα χρόνια σε μεγαλουπόλεις. Έχουμε πάθει κι έχουμε μάθει. Τέλος καλό όλα καλά».


Μάλλον δεν έπρεπε να είχε πάει. Αν και πέρασε τόσο ωραία στην έκθεση. Αν και της άρεσε που άναψαν τα αίματα μετά από τόσους μήνες κορωνοϊού, λοκντάουν και καραντίνας. Ήταν σαν να ξαναπέκτησε ζωή. Τι να κάνει όμως άραγε η ζωή μέσα της;

Όταν γύρισαν στο σπίτι, ο Γιόζεφ άναψε ένα κηροπήγιο με την εικόνα της Μαρίας της Γουαδελούπης έξω στον κήπο, που φαινόταν σαν τρεμάμενο αστέρι μέσα στα σκοτάδια, κάτι σαν την Έναστρη Νύχτα του Βαν Γκογκ. Η Μαρία της Γουαδελούπης είναι ίσως για τους καθολικούς του Μεξικού η πιο σημαντική ιερή φιγούρα της θρησκείας τους. Μια φορά μάλιστα, μια Ελληνομεξικάνα δικηγόρος είχε αστειευτεί λέγοντάς της ότι, αν πεις σε Μεξικανό «θα σου φέρω την αστυνομία», το πιο πιθανό είναι ότι θα σε γράψει στα παλιά του τα παπούτσια. Αν όμως του πεις ότι θα σε τιμωρήσει η Μαρία της Γουαδελούπης, είναι έτοιμος να σου χαρίσει μέχρι και το σπίτι του.

Η Μαρία βρήκε τόσο τρυφερή την κίνηση με το κηροπήγιο που έσκασε στον Γιόζεφ ένα γλυκό φιλί στα χείλη.

«Είναι σαν να άναψε η γιαγιά μου μια λαμπάδα ίσαμε το μπόι μου!»


Ήταν το τρίτο καβγαδάκι τους μέσα σε εκείνο το έντονο δεκαήμερο μετά την εμβρυομεταφορά. Καβγάδιζαν ελάχιστα ως ζευγάρι, συνήθως για μικροχαζομάρες που είχαν να κάνουν με τη διαχείριση του σπιτιού ή με τον προγραμματισμό ενός ταξιδιού ή με κάτι που ήθελαν να αγοράσουν. Τα κλασικά. Μετά από λίγα λεπτά θα είχε λυθεί το ζήτημα και θα το είχαν ξεχάσει και οι δύο. Αυτά όμως τα μικροκαβγαδάκια του Οκτωβρίου την έβγαζαν εκτός εαυτού... Τα νεύρα της ήταν τσατάλια. Αυτός είχε τις «εφηβικές του ορμόνες», αυτή είχε από τις άλλες τις ορμόνες και οι δύο είχαν την αγωνία του τεστ. Θεωρούσε λογικό να υπάρχουν εντάσεις, αν και σε γενικές γραμμές, ο άντρας της όσο γαϊδούρι κι αν γινόταν με την αντιδραστικότητά του ώρες ώρες, άλλη τόση γαϊδουρινή υπομονή έδειχνε στα άδικα και αλλοπρόσαλλα ξεσπάσματά της τον τελευταίο μήνα. Την ηρεμούσε. Τη βοηθούσε. Την κανάκευε.


Το πρώτο μικροκαβγαδάκι ήταν εκείνο για τη βελόνα της σύριγγας πριν από μερικές μέρες που δεν ήταν κατάλληλη για την εφαρμογή στην κοιλιά της. Τον είχε ρωτήσει για ποιο λόγο δεν είχε ελέγξει το περιεχόμενο του κουτιού με τις σύριγγες πριν το αγοράσει και αυτός είχε νευριάσει. Το τρίτο μικροκαβγαδάκι ήταν έξω από την έκθεση του Βαν Γκογκ. Το δεύτερο μικροκαβγαδάκι είχε να κάνει με ένα θέμα κάπως πιο σοβαρό, γι' αυτό και είχε αποφασίσει, πριν καν το θίξει, να οπλιστεί με ό,τι αποθέματα υπομονής της είχαν απομείνει, για να το συζητήσει μαζί του όσο το δυνατόν πιο ήρεμα. Δεν ήταν ακριβώς μικροκαβγαδάκι, αλλά ίσως να κατέληγε έτσι, αν της ξέφευγε και ύψωνε τον τόνο της φωνής της ή αν ο Γιόζεφ της έλεγε κάτι που θα την έφερνε σε δύσκολη θέση.

Ποιο ήταν όμως το θέμα; Μετά από εκείνο το Σάββατο της αφαίρεσης των εννέα ωαρίων από τις ωοθήκες της και τη συλλογή σπέρματος από τη μεριά του άντρα της, η Μαρία είχε διαπιστώσει ότι ο Γιόζεφ καθυστερούσε τα βράδια να έρθει στο κρεβάτι. Είχε το κακό συνήθειο να καπνίζει, αν και όχι αρειμανίως, και το τελευταίο τσιγάρο της ημέρας ήταν πάντα λίγο πριν πέσει για ύπνο, αλλά τα τελευταία βράδια ο χρόνος ήταν κάπως παρατεταμένος. Είχε μια μικρή υποψία για το τι θα μπορούσε να τον καθυστερεί και η υποψία της επιβεβαιώθηκε πολύ σύντομα. Είχε βρει τυχαία ένα σακουλάκι με μαριχουάνα στο τραπεζάκι του κήπου, την ώρα που έψαχνε να βρει τη βούρτσα του γάτου για να καθαρίσει τη γούνα του.


«Τέλεια. Ο έφηβος ξαναχτύπησε».


Του άρεσε η μαριχουάνα. Η Μαρία άργησε να αποδεχτεί αυτή του την προτίμηση, καθότι στην ίδια δεν άρεσε καθόλου, αν και ήταν υπέρ της αποποινικοποίησής της σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου. Τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσής της θεωρούσε πως την απωθούσε η μαριχουάνα, επειδή την είχαν στοιχειώσει τα λόγια του πατέρα της. Τον θυμόταν πάντα να της λέει ότι η χρήση μαριχουάνας ήταν το πρώτο βήμα για τα πιο σκληρά ναρκωτικά. Σύντομα όμως συνειδητοποίησε ότι η μαριχουάνα απλώς δεν της άρεσε στη γεύση.


Εκτός αυτού, ένας πολύ βασικός λόγος που την απέτρεπε από τη χρήση της ήταν ότι δεν υπήρχε η δυνατότητα να ελέγξει την ποιότητά της. Με το αλκοόλ ήταν αλλιώς. Υπήρχαν μπουκάλια, ετικέτες, εταιρείες, barcode, παραγωγοί, αν εξαιρέσεις τις μπόμπες που πουλούσαν σε κάποια μαγαζιά, η ποιότητα του αλκοόλ ήταν ελεγχόμενη. Όλη αυτή η παρανομία γύρω από τη μαριχουάνα, το ότι δεν μπορούσε να ελέγξει την προέλευση, αλλά και την ποιότητα, η επικινδυνότητα, η μαγκιά της χρήσης σε εκείνα τα πρώτα φοιτητικά χρόνια, αλλά και αργότερα, δεν τη συγκινούσαν ιδιαίτερα ώστε να μπει στον κόπο να προμηθευτεί και να κάνει χρήση. Δεν την ενδιέφερε. Σχεδόν όλοι οι φίλοι της ήταν χρήστες και φυσικά το απολάμβαναν, αλλά όταν ερχόταν η σειρά της να καπνίσει μέσα στον κύκλο, πάντα έλεγε όχι. Έβλεπε και τους φίλους της μετά σε διάφορες φάσεις που κάποιες της έφερναν γέλιο, άλλες πάλι την τρόμαζαν και προσθέτονταν άλλος ένας λόγος που δεν ήθελε να πιει. Μετά, έκοψε και το τσιγάρο, ούτε καν έμπαινε στον πειρασμό.


Δοκίμασε πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή της μαριχουάνα με τον Γιόζεφ, την πρώτη φορά που ταξίδεψαν μαζί στις ΗΠΑ. Ήταν 37 ετών. Γελούσε με τον εαυτό της. Δεν το έκανε στην εφηβεία. Το έκανε εκεί στου δρόμου τα μισά. Βέβαια, στις ΗΠΑ ήταν διαφορετικά. Η μαριχουάνα είναι νόμιμη σε αρκετές πολιτείες και πωλείται σε ειδικά καταστήματα με έναν πράσινο σταυρό ως διακριτικό που μοιάζει με τον πράσινο σταυρό που έχουν τα φαρμακεία στην Ελλάδα. Η ποιότητα ελέγχεται από τη στιγμή που πωλείται νόμιμα και ένιωσε την ασφάλεια να δοκιμάσει πριν κάνει το υπερατλαντικό της ταξίδι πίσω στην Ευρώπη παρέα με τον σύντροφό της. Δεν ένιωσε καμία χαλάρωση, δεν ένιωσε καμία ευφορία, δεν ένιωσε γενικά τίποτα προς μεγάλη απογοήτευση κυρίως του Γιόζεφ που της είπε αμέσως ότι προφανώς αυθυποβάλλεται. Μετά από αυτό, δεν ξαναέκανε. Αφού δεν της άρεσε, δεν έβρισκε τον λόγο.


Όταν πήραν την απόφαση να κάνουν παιδί, του είχε ξεκαθαρίσει σε όλους τους τόνους ότι θα πρέπει να την κόψει, γιατί επιβραδύνει την ταχύτητα του σπέρματος. Την είχε αμφισβητήσει επανειλημμένα γι' αυτό το επιχείρημά της, κάτι που τους είχε φέρει πολλές φορές στα πρόθυρα να μαλώσουν σοβαρά τους μήνες που προσπαθούσαν να συλλάβουν χωρίς αποτέλεσμα, μέχρι που έκανε και ο ίδιος την έρευνά του, του έβαλαν χέρι και όλοι οι γιατροί τους, το πήρε απόφαση. Δεν ήταν φανατικός χρήστης, κάθε άλλο, έκανε στη χάση και στη φέξη, απλώς του άρεσε να έχει την επιλογή και αντιδρούσε βλακωδώς πλημμυρισμένος από τις «εφηβικές του ορμόνες».


Τώρα γιατί την είχε ξαναρχίσει;


Όταν ήρθε επιτέλους εκείνο το βράδυ ο Γιόζεφ στο κρεβάτι, δεν τον ρώτησε καν το γιατί. Σκέφτηκε φτου σου, γαμώτο, απεχθάνομαι τις συζητήσεις στο κρεβάτι, είναι σαν να κάνω κρεβατομουρμούρα, τι να κάνουμε όμως, εδώ ξαπλώνω, οι πιθανότητες να παραμείνω ήρεμη είναι αυξημένες. Μπήκε κατευθείαν στο ψητό:

«Γιόζεφ, νιώθω πολύ άβολα που άρχισες πάλι τη μαριχουάνα. Μετά από τόσα λεφτά που έχουμε επενδύσει, τόσο κόπο με τη θεραπεία σου, τόσες ενέσεις και φάρμακα, τόσες επισκέψεις στους γιατρούς, βρέθηκε επιτέλους το σπέρμα σου σε ένα καλό επίπεδο και τώρα θέλεις να μποϊκοτάρεις τον εαυτό σου και να επανέλθεις στα επίπεδα που είχες πριν από μερικούς μήνες; Εκτός αυτού, μπορεί αυτή η προσπάθεια που κάνουμε τώρα να μην πετύχει. Δεν θα ήθελες να συνεχίσουμε τις προσπάθειες;»

«Νόμιζα ότι δεν ήθελες να συνεχίσεις τις προσπάθειες. Αυτό δεν αποφασίσαμε τις προάλλες;»


«Δεν θέλω να συνεχίσω τις ορμονοθεραπείες και τις εξωσωματικές. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θέλω να συνεχίσω τις προσπάθειες να μείνω έγκυος. Σκέψου, το δικό σου σπέρμα είναι πλέον τέλειο, η μήτρα μου μετά την επέμβαση είναι πεντακάθαρη, μπορεί στο εντωμεταξύ με τόσες ορμόνες να έχουν ξεβουλώσει και οι σάλπιγγές μου, η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Αν δεν μείνω τώρα έγκυος, μπορεί στο μέλλον να μείνω με φυσικό τρόπο. Ποτέ δεν ξέρεις. Γιατί θέλεις να αφαιρέσεις αυτές τις πιθανότητες έτσι αβίαστα;»

«Έχεις δίκιο. Το ξέρεις ότι δεν το έχω ανάγκη. Θα το κόψω εντελώς».

«Το ξανάρχισες επειδή σκέφτηκες my job here is done?»

«Κάτι τέτοιο».

«Δεν σου κρύβω ότι αυτή η βεβαιότητά σου πως είμαι έγκυος με γεμίζει ελπίδα, αλλά θα ήθελα να είμαστε έτοιμοι και για το αρνητικό ενδεχόμενο. Και κάτι ακόμα, πολύ εγωιστικό εκ μέρους μου και το ξερω, αλλά θα ήθελα λίγη ψυχολογική υποστήριξη. Εγώ, αν όλα πάνε καλά, θα κόψω για τόσους μήνες το αλκοόλ, το βάψιμο των μαλλιών μου, το σούσι, εσύ θα μπορείς να πίνεις, να καπνίζεις, να βάφεις τα μαλλιά σου...»


Γέλασε.


«Δεν βάφω τα μαλλιά μου!»

«Καταλαβαίνεις πώς το εννοώ! Θα σε πείραζε μια μικρή “συναδελφική” αλληλεγγύη; Ε, δεν νιώθω άνετα αν εσύ παρτάρεις την ώρα που εγώ λιώνω από την αγωνία και προσπαθώ να τα κάνω όλα σωστά. Το ξέρεις ότι ακόμα τρυπιέμαι, εσύ μου κάνεις τις ενέσεις, παίρνω τόσα φάρμακα, νομίζω ότι θα έχω καλύτερη διάθεση αν δεν έκανες μαριχουάνα».

«Σεβαστό, έχεις δίκιο. Και αλκοόλ μια φορά την εβδομάδα. Καμιά μπυρίτσα, κανένα μεσκάλ, μόνο για να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Μη σου πω ότι θα κόψω και το τσιγάρο! Θα αρχίσω ηλεκτρονικό!»

«Ξέρω ότι είναι δύσκολο. Αλλά δεν χρειάζεται να τα κόψεις όλα μαχαίρι. Μπορείς να πίνεις αλκοόλ και για τους δυο μας. Όταν σταμάτησες τη μαριχουάνα σκέφτηκα ωραία, έκανε το πρώτο βήμα για να κόψει και το τσιγάρο. Καταλαβαίνεις την απογοήτευσή μου; Στο δικό μου το μυαλό ήταν σαν να έκανες ένα βήμα πίσω. Κανονικά θα έπρεπε τώρα να συζητάμε για το πώς θα κόψεις το τσιγάρο, όχι για το πώς θα κόψεις τη μαριχουάνα. Θέλω να σε έχω μέχρι τα βαθιά μας γεράματα. Θέλω να έχω αυτή τη δυνατότητα. Κι αν κάνουμε παιδί στην ηλικία μας, θέλω να μας έχει όσο περισσότερο γίνεται, να έχει ενηλικιωθεί, να είναι δυνατό στη ζωή, να μην νιώσει την απώλειά μας. Δεν τα σκέφτεσαι αυτά;»

«Εσύ τα σκέφτεσαι όλα αυτά;!» τη ρώτησε με έκπληξη.

«Τα σκέφτομαι, ναι... Δεν ξέρω. Ίσως είναι η φύση μου, ίσως ο χαρακτήρας μου, ίσως το ότι μου αρέσει να σκέφτομαι, ίσως το ότι σε τρεις μήνες θα κλείσω τα 40, ίσως το ότι σε αγαπώ πολύ...»

«Κι εγώ σε αγαπώ πολύ! Όλα θα πάνε καλά, θα δεις. Και η μαριχουάνα στοπ! Υπόσχεση».


Εκείνο το βράδυ, η Μαρία κοιμήθηκε σαν πουλάκι κι ένιωσε για μια ακόμα φορά το έμβρυο να ηλεκτρίζεται και να λάμπει μέσα της σαν πυγολαμπίδα.


Κεφάλαιο 10


Φυτά εσωτερικού χώρου


Η ψυχή βρισκόταν μέσα σε ένα δωμάτιο με τοίχους κατασκευασμένους από ξύλο καστανιάς που του έδιναν μια καφέ, ολίγον τι κλειστοφοβική, απόχρωση. Εκτός από το καφεκίτρινο χαλί, όπου η ηλικιωμένη γάτα είχε απλώσει την αρίδα της και χαλάρωνε σαν να περίμενε τον θάνατο να έρθει να την πάρει, μέσα στο δωμάτιο ξεχώριζαν ένα γραφείο και μία καρέκλα, επίσης από ξύλο καστανιάς, ένα γυάλινο πορτατίφ πάνω στο γραφείο σε στυλ μπαρόκ, χρώματος μπεζ και ένα ανάκλινδρο με βαθύ πορφυρό βασιλικό χρώμα, που φαινόταν ολοκαίνουριο. Δεν είχε από εκείνα τα βαθουλώματα που βλέπει κανείς σε πολυκαιρισμένα έπιπλα. Από το ταβάνι κρεμόταν ένας τεράστιος πολυέλαιος με αναρίθμητα κρυσταλλάκια που έβγαζαν έναν διακριτικά μελωδικό ήχο σαν ονειροπαγίδες χάρη σε ένα ελαφρύ παγερό αεράκι που έφερνε στον χώρο μια αίσθηση πολική. Το αεράκι έμπαινε από μία πόρτα επιβλητική και ξύλινη, επίσης από καστανιά φτιαγμένη, ερμητικά κλειστή. Παράθυρα δεν είχε το δωμάτιο, ήταν σκοτεινό και κρύο, κάπου ένιωσε το φως από μία επιδαπέδια λάμπα, ο πολυέλαιος και το πορτατίφ δεν εξέπεμπαν φως, ενώ σε κάθε γωνία είχε και από ένα φυτό εσωτερικού χώρου. Για την ακρίβεια, είχε πολλά φυτά εσωτερικού χώρου. Ένιωσε την πορτοκαλί ανάσα της να πνίγεται μέσα στο διοξείδιο του άνθρακα που εξέλυαν τα φυτά.


Η γάτα κοιμόταν, τα φυτά εξέλυαν διοξείδιο του άνθρακα, τα φώτα ήταν κλειστά. Ξαναένιωσε το αμυδρό φως από την επιδαπέδια λάμπα, που είχε μπρούτζινο κορμό διακοσμημένο με φύλλα από μπρούτζο που κατέληγαν σε έναν γυάλινο κρίνο. Ήταν σίγουρα νύχτα. Ο κόσμος κοιμόταν.


Η ψυχή πέταξε απ' άκρη σ' άκρη σε όλο το δωμάτιο για να το εξερευνήσει και να δει πώς θα μπορούσε να φύγει το γρηγορότερο από εκεί μέσα. Κρύωνε. Απέφυγε τη γάτα όσο μπορούσε περισσότερο, καθώς δεν ήθελε να γίνει τροφή στη γλώσσα της. Ωστόσο, με τρόμο διαπίστωσε ότι τα φυτά εσωτερικού χώρου, εκτός του ότι την έπνιγαν με το διοξείδιο του άνθρακα, μεγάλωναν απειλητικά κάθε φορά που τα πλησίαζε και έβγαζαν τις ρίζες τους από τις γλάστρες απλώνοντάς τες επιθετικά προς το μέρος της. Τι συνέβαινε; Η ψυχή πλησίασε την πόρτα, τη μοναδική διέξοδο από ό,τι φαινόταν από το καφέ ασφυκτικό περιβάλλον. Ναι, ένιωθε το κρύο αεράκι να εισέρχεται από το κενό της πόρτας από κάτω και από την κλειδαρότρυπα. Είχε και κλειδαρότρυπα! Η ψυχή ανέβηκε προς την κλειδαρότρυπα να δει αν μπορούσε κατ' αρχάς να περάσει με την αύρα της μέσα από το άνοιγμά της, αλλά και να νιώσει τι υπήρχε πέρα από το δωμάτιο αυτό και αν ήταν ασφαλές να φύγει.

Ένας θαυμαστός πράσινος κόσμος φαινόταν να υπάρχει πίσω από την πόρτα έτσι όπως διαπέρασε η αίσθησή του μέσα από την κλειδαρότρυπα. Ένας αγρός καταπράσινος και κατηφορικός, με αγριολούλουδα σε όλα τα χρώματα της ίριδας, με ουράνια τόξα να ξεπηδούν από δέντρο σε δέντρο και φωνές χαρούμενες, παιδικές να αντιλαλούν στο φαντασμαγορικό αυτό παιχνίδισμα της φύσης. Είχε έναν ουρανό πορτοκαλί-κόκκινο με δύο ήλιους να στολίζουν τον ορίζοντά του. Δύο ήλιους; Πώς είναι δυνατόν; Ο ένας ήλιος φαινόταν να ανατέλλει καθώς ανέδυε ένα κίτρινο χρώμα που θύμιζε περίοδο καλοκαιρίας και ο άλλος ήλιος αντανακλούσε το κόκκινο χρώμα του ηλιοβασιλέματος. Η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία τους μετέφερε μεγάλα μήκη κύματος γεμάτα με κόκκινο, πορτοκαλί και κίτρινο, ενώ η υγρασία του αγρού σχημάτιζε δροσοσταλίδες που υψώνονταν στον αέρα και δημιουργούσαν δεκάδες χιλιάδες πρίσματα που μετέτρεπαν το φως των ήλιων σε δεκάδες χιλιάδες ουράνια τόξα. Ανά μερικά δευτερόλεπτα εμφανιζόταν μια παράξενη πράσινη λάμψη. Σαν όνειρο.


Δεν φαινόταν να έχει το ονειρεμένο αυτό μέρος χαμηλές θερμοκρασίες. Από πού να ερχόταν άραγε το παγερό αεράκι που τρυπούσε όλο της το είναι;

Και τότε ένιωσε πίσω της τη γάτα να την καρφώνει με τα ορθάνοιχτα ολόλευκα της μάτια. Με τη ροζ μύτη οσμιζόταν το μικρό και πορτοκαλί εκτόπισμα της ψυχής.


... συνεχίζεται!


Eυχαριστώ πολύ τη Χρύσα Γιαννοπούλου για την πολύτιμη βοήθειά της με το κείμενο.

Comments


bottom of page