Νουβέλα σε 12 κεφάλαια.
Η Μαρία λίγο πριν κλείσει τα 40 αποφασίζει να κάνει εξωσωματική γονιμοποίηση. Ζει με τον σύζυγό της Γιόζεφ στο μακρινό Μεξικό. Το κείμενο είναι μια βαθιά βουτιά σε συναισθήματα, σκέψεις και στιγμιότυπα της ζωής της που της κράτησαν συντροφιά εκείνες τις 3 εβδομάδες, όσο διήρκησε η διαδικασία. Σχολιάζει την ελληνική επικαιρότητα, θυμάται τα παιδικά της χρόνια και ονειρεύεται να μείνει έγκυος. Αφηγείται το δικό της ρεαλιστικό ταξίδι σε αντιπαραβολή με το συμβολικό ταξίδι μιας πορτοκαλί ψυχής.
Κεφάλαιο 3
Νεκρό πουλί
«Ο-όου...»
«Τι έγινε;»
«...»
«Πες μου, καλέ».
«Μην το δεις σαν κακό σημάδι...»
«Τι να δω σαν κακό σημάδι;»
«Ένα μωρό πουλί μάλλον έπεσε νεκρό από τη φωλιά πάνω στο γκαζόν...»
Σιωπή. Το μυαλό της έτρεξε με ταχύτητα φωτός. Λες να είναι κακό σημάδι; Λες να είναι καλό σημάδι; Είναι καν σημάδι ή είναι κι αυτό ένα ατύχημα της ζωής που το συνδέουμε ανερυθρίαστα με την ύπαρξή μας, για να νιώσουμε σημαντικοί μέσα στον μικρόκοσμό μας; Πιστεύει σε καλά ή κακά σημάδια; Έχει ένα έμβρυο μέσα στη μήτρα της που προσεύχεται κάθε μέρα να παραμείνει ζωντανό μέχρι να τελειώσουν οι 9 μήνες. «Ζωντανό, υγιές και δυνατό», αυτό λέει στις προσευχές της. Ναι, προσεύχεται, αυτή που μια ζωή αμφισβητεί την ύπαρξη του ενός Θεού, πατέρα παντοκράτορα, αμφισβητεί τις θρησκείες και οτιδήποτε συνδέεται με μεταφυσικές δυνάμεις έξω από τα όρια της επιστήμης και της λογικής της. Προσεύχεται ανελλιπώς και στις προσευχές της έχει αντικαταστήσει το «Πάτερ Ημών» με το «Μήτερ Ημών» απευθυνόμενη στη Μητέρα Γη που είναι για το μυαλό και τις αντιλήψεις της πολύ πιο οικεία κλητική προσφώνηση.
Αυτά σκεφτόταν όσο ο άντρας της έθαβε το πουλάκι μέσα στο χώμα του γκαζόν διώχνοντας τον γάτο που έκανε επίμονες απόπειρες να παίξει με το πτώμα του. Τελικά απάντησε: «Είναι καλό σημάδι. Δεν λένε ότι οι γάτες απορροφούν την αρνητική ενέργεια του σπιτού; Ποιος σκότωσε το πουλάκι; Ο σούπερ-Μάριο;»
«Δεν ξέρω. Μπορεί. Το είδα νεκρό πάνω στο γκαζόν. Υπέθεσα ότι έπεσε από τη φωλιά».
«Να δεις που είναι καλό σημάδι. Το δικό μας το μωρό θα παραμείνει ζωντανό χάρη στο νεκρό πουλί».
Ο σούπερ-Μάριο, αφού κατάλαβε ότι δεν είχε τύχη με το νεκρό πουλί, έκανε μερικές ναζιάρικες βόλτες γύρω από πόδια της και η Μαρία έσκυψε να τον χαϊδέψει.
«Σαρκοβόρο μου τερατάκι, πόσο σ’ αγαπώ! Πόσο χαρούμενη με κάνεις κυρίως τα πρωινά! Ελπίζω μόνο να μη σκότωσες εσύ το πουλάκι, θα σε σκοτώσω γιατί!» είπε στον γάτο της παιχνιδιάρικα με βορειοελλαδίτικη βαριά προφορά, που τη χρησιμοποιούσε μόνο όταν μιλούσε με την οικογένεια και τα κατοικίδιά της. Άργησε να αποδεχτεί τη σαρκοβόρα φύση του γάτου της, παρόλο που κι η ίδια έτρωγε κρέας χωρίς τύψεις. Τον πρώτο καιρό δεν μπορούσε να μην ουρλιάξει στη θέα των νεκρών σαλαμάνδρων που κουβαλούσε ως έπαθλα ο σούπερ-Μάριο μέσα στο σπίτι, προσφέροντάς τα ως δώρο στους φίλους που τον ταΐζουν. Ο Γιόζεφ του έλεγε «μπράβο», ενώ η ίδια θύμωνε και προσπαθούσε να τον πείσει με τις φωνές ότι δεν θέλει νεκρά ζώα στο σαλόνι της. Μετά βέβαια γελούσε ειρωνικά με την υποκρισία της, αφού της έτρεχαν τα σάλια κάθε φορά που ήταν να απολαύσει tacos al pastor ή ένα γιουβέτσι που είχε φτιάξει η ίδια με τα χεράκια της ή μία μπολονέζ που είχε φτιάξει ο Γιόζεφ με τα δικά του τα χεράκια. «Ποιον κοροϊδεύω; Και τι πάω να διδάξω στον γατούλη μου; Με φωνές μάλιστα... Ωραία μάνα θα γίνω». Αυτά έλεγε στον εαυτό της, αλλά δεν αργούσε να ξαναβάλει τις φωνές στη θέα ενός νεκρού πουλιού. Τον πρώτο καιρό του είχε βάλει ένα κουδουνάκι στον λαιμό, μπας και απομάκρυνε τα υποψήφια θύματά του με τον χαρακτηριστικό του ήχο, αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι ήταν δώρον άδωρον και του το έβγαλε.
Εκεί που ένιωθε τη ραχοκοκαλιά της να ανατριχιάζει και της κοβόταν κάθε όρεξη για φωνές ήταν με τις ανατριχιαστικές ολοζώντανες κατσαρίδες που κουβαλούσε ο σούπερ-Μάριο ανάμεσα στα δόντια του. Τις προσγείωνε στην κουζίνα -λες και το έκανε επίτηδες- και τις έπαιζε με τα πατουσάκια του μέχρι το δεύτε τελευταίον ασπασμόν. Πού τις έβρισκε ο άτιμος; Αποκλείεται μέσα στην κουζίνα, γιατί η Μαρία τον έβλεπε που τις κουβαλούσε είτε από τον κήπο είτε από το δεύτερο πάτωμα που ήταν οι κρεβατοκάμαρες και το πλυσταριό.
Τα νεκρά πουλιά και τις νεκρές σαλαμάνδρες τις έθαβε η ίδια στον κήπο με ιεροτελεστικό τρόπο. Τις κατσαρίδες -που έβγαιναν ζωντανές από τα νύχια του γάτου της- τις κυνηγούσε μέχρι να τις πιάσει, άδειαζε όλο το φάρμακο πάνω τους και μόλις ψοφούσαν, τις έπιανε με ένα πάκο από χαρτοπετσέτες και τις πετούσε στο καλάθι των αχρήστων. Διακρίσεις ανάμεσα στα ζώα, σκεφτόταν. Αν δεν γαβγίζεις ή δεν νιαουρίζεις, δεν μετράς. Αν είσαι πουλί ή σαλαμάνδρα δικαιούσαι ταφή, αν είσαι κατσαρίδα, καταλήγεις στη χωματερή. Συνήθως, αυτές τις διαδικασίες τις αναλάμβανε η ίδια ως γνήσιο παιδί της φάρμας, την ώρα που ο άντρας της ή θα προσποιούνταν τον αδιάφορο ή θα αποχωρούσε μετά βδελυγμίας από το δωμάτιο. Μια φορά ο δύσμοιρος έτυχε να κυνηγήσει μια κατσαρίδα που έφερε ο γάτος ως θυσία στον βωμό των φίλων του και το βράδυ κοιμήθηκε με εφιάλτες. Το πρωί σηκώθηκε σκυθρωπός.
«Δεν κοιμήθηκες καλά το βράδυ;»
«Αφού σκότωσα ένα τέρας χτες πριν κοιμηθώ».
Δεν μπορούσε να μη γελάσει.
«Στο χωριό σου δεν είχατε κατσαρίδες;»
«Τόσο μεγάλες; Όχι!»
Το να κυνηγάς και να σκοτώνεις κατσαρίδες δεν μπορεί να γίνει εύκολα συνήθειο, αλλά ας πούμε ότι αυτή ήταν πιο εξοικειωμένη με τέτοιου είδους «τέρατα» μετά από 14 χρόνια διαμονής στην Αθήνα και πέντε παλιά διαμερίσματα. Ειδικά στο προτελευταίο όπου έμενε, έδινε μάχη σχεδόν κάθε μέρα, ούτε φάρμακο ούτε απολύμανση τις έπιανε, είχαν πάθει ανοσία, ώσπου μετακόμισε και ηρέμησε.
Εκτός από τα δυσάρεστα διαλείμματα με τα πουλιά και τις κατσαρίδες, ο γάτος τής έδινε μεγάλη χαρά. Τα πρωινά ερχόταν και νιαούριζε έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαράς τους μέχρι να την ανοίξουν και μετά σκαρφάλωνε στο κρεβάτι τους γουργουρίζοντας πάνω στο στέρνο τους. Πρώτα έκανε τα τρυφερά του σκέρτσα στη Μαρία και μετά πήγαινε στον Γιόζεφ. Ααα, ήταν δίκαιος γάτος, όλα κι όλα, πήγαινε πάντα και στους δύο, αλλά θα μπορούσε να πει κανείς πως ήτανε και τζέντλεμαν, από τη στιγμή που στις εθιμοτυπικές του επισκέψεις προηγούνταν πάντα «η κυρία».
Μετά το επεισόδιο με το πουλί στον κήπο, έκατσε στην πέργκολα και χάιδευε τον γάτο της γαλήνια με τον ήλιο του δειλινού να ζεσταίνει το πρόσωπό της. Μόλις έκατσε και ο Γιόζεφ, του μετέφερε τα μοναδικά νέα της ημέρας: «Με πήρε ο εμβρυολόγος να μου πει ότι τα άλλα δύο έμβρυα δεν έχουν τις προδιαγραφές για να μπουν στην κατάψυξη. Να σου πω την αλήθεια, ανακουφίστηκα».
Λίγο πιο νωρίς μέσα στην ημέρα, την ώρα που ο Γιόζεφ ήταν στη δουλειά και αυτή έβλεπε Κουνκ Φου Πάντα στο Νέτφλιξ, χτύπησε το τηλέφωνό της δύο φορές, αλλά δεν το άκουσε, γιατί το είχε στο αθόρυβο. Είχε αποφασίσει τις μέρες μέχρι να βγει το τεστ, να κάνει αποτοξίνωση από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και να μη μιλάει με άνθρωπο, ώστε να παραμείνει όσο πιο ήρεμη γινόταν από την παραζάλη του διαδικτύου. Δεν άργησε να συνειδητοποιήσει ότι ήταν μια απόφαση ουτοπική δεδομένου ότι υπήρχαν ανοιχτοί λογαριασμοί με γιατρούς, παραγγελίες, πληρωμές κλπ. Πήρε πίσω και της απάντησε ένας Αντόνιο. Κρίμα που δεν είναι ο Άβελ, σκέφτηκε. Ή μήπως εκείνον τον γιατρό τον έλεγαν Αντόνιο τελικά; Αυτός όμως της μιλούσε στον πληθυντικό. Σίγουρα δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο. Όταν της ανακοίνωσε λοιπόν τα νέα, ανακουφίστηκε. Δεν της άρεσε καθόλου η ιδέα να μπουν τα έμβρυα στην κατάψυξη. Την είχαν διαβεβαιώσει όλοι οι γιατροί που ήξερε ότι τα έμβρυα έχουν την ίδια εξέλιξη είτε έτσι είτε αλλιώς, αλλά η ιδέα ενός κατεψυγμένου εμβρύου γαργαλούσε τη φαντασία της. Της έφερνε στο μυαλό ξαναζεσταμένο φαγητό. Θα πρέπει να αλλάξει ο όρος «κατεψυγμένα έμβρυα», σκεφτόταν.
Εκτός αυτού, είχε μιλήσει πριν από μερικές μέρες με μία γνωστή της που είχε επίσης μπει στη διαδικασία της εξωσωματικής και της είχε εξομολογηθεί ότι από τα εννιά αυγά της γονιμοποιήθηκαν με επιτυχία τα πέντε και στο τέλος, μετέφεραν τα δύο μέσα στη μήτρα της. Το ένα έμβρυο πέθανε, όμως το άλλο την έκανε μια πανευτυχή μητέρα. Ο Γιόζεφ ρώτησε εύλογα: «Και τα άλλα έμβρυα τι τα έκαναν; Τα πέταξαν;» Έλα ντε. Μπορεί να τα πέταξαν. Ή να τα κατέψυξαν για χρήση στο μέλλον. Ή να μην πληρούσαν τις προδιαγραφές. Δεν την είχε ρωτήσει λεπτομέρειες για να ξέρει. Όπως και να 'χει πάντως, δεν τους άρεσε καθόλου η ιδέα να πεταχτούν τα έμβρυά τους στα σκουπίδια, ενώ στην ίδια δεν άρεσε καθόλου η ιδέα της κατάψυξης. Καλύτερα ένα και καλό. Δυνατό. Όμορφο. Να μεγαλώσει μέσα της σαν λουλούδι του μπαξέ. Ιδεολογικά ταίριαζε περισσότερο με τον χαρακτήρα και τον τρόπο της μέχρι τώρα ζωής της. Όμως, δεν μπορούσε και να μην αναρωτηθεί γιατί η γνωστή της κατέβασε εννιά ωάρια και γονιμοποιήθηκαν τα πέντε, ενώ από τα οκτώ δικά της κατέληξε μόνο το ένα μέσα της.
Ο γιατρός της τής είχε προτείνει να συνεχίσει την ορμονοθεραπεία για άλλους δυο μήνες ώστε να συγκεντρώσει όσα περισσότερα αυγά γίνεται από τις ωοθήκες της. Το συζήτησε πολύ με τον άντρα της, και όχι μόνο με τον άντρα της, αλλά μέσα της είχε πάρει από την πρώτη στιγμή την απόφασή της. Δεν μπορούσε να επαναλάβει επ ουδενί αυτή τη διαδικασία. Ένστικτο; Φόβος; Ανυπομονησία για την έκβαση της εξωσωματικής; Θα φανεί. Πάντως η ιδέα του να τρυπιέται κάθε μέρα και δυο φορές την ημέρα για δυο ακόμα μήνες την απωθούσε. Αποφάσισε να ακούσει την άρνησή της.
Οι ενέσεις θα συνεχίζονταν και μετά τη εμβρυομεταφορά, κάτι που τη δυσαρέστησε πολύ, ειδικά όταν ένιωσε τις βελόνες στο μπράτσο, τον πισινό και το στομάχι της. Τρεις φορές έπρεπε να τρυπηθεί μόνο την ημέρα της εμβρυομεταφοράς. Μία ένεση -άπαξ- με Embrel στο μπράτσο, μία με Cuerpo Amarillo Fuerte 50 mg via IM Aplivar στον πισινό που θα έπρεπε να την επαναλαμβάνει κάθε τρεις μέρες και μία Heparina 1ml γύρω από τον αφαλό που θα έπρεπε να επαναλαμβάνει κάθε μέρα. Και η τελευταία η πουτάνα η ένεση άφηνε μελανιές που πονούσαν. Ήταν η τρίτη μέρα της μεταφοράς και ήδη είχε τρεις μελανιές στην περιοχή της κοιλιάς. Τι κι αν έβαζε πάγο πριν και μετά; Οι μελανιές ήταν εκεί να της θυμίζουν ότι ο ερχομός ενός παιδιού στον μάταιο τούτο κόσμο είναι όντως επώδυνος. Είχε ρωτήσει τον γιατρό της μέχρι πότε θα ακολουθεί τη συγκεκριμένη αγωγή και η απάντηση ήταν: «Σίγουρα μέχρι να βγει το τεστ θετικό και μετά βλέπουμε πώς και αν θα μειώσουμε τη δόση».
Σχεδόν όλα ήταν μια δυσάρεστη έκπληξη και κάθε βήμα ένα μάθημα ζωής. Είχε αποφασίσει να μη διαβάσει πολλά πράγματα για την εξωσωματική ώστε να μην μπερδεύεται με την πολλή πληροφορία, να ακολουθεί βήμα προς βήμα τις οδηγίες του γιατρού της και να προσπαθεί να κρατά την ψυχολογία της στα ύψη. Αδύνατον. Η ψυχολογία μέχρι τη στιγμή της εμβρυομεταφοράς ήταν στο ναδίρ, το πορτοφόλι είχε αδειάσει σχεδόν τελείως και συνέχιζε να αδειάζει, καθώς η θεραπεία στο Μεξικό ήταν πανάκριβη, σχεδόν τριπλάσια σε κόστος από όσα είχε ακούσει στην Ευρώπη και δεν είχε ιδέα αν η η διεθνής ασφάλειά τους θα κάλυπτε το σύνολο των εξόδων ή έστω ένα μέρος τους. Προσπαθούσε να μην το σκέφτεται, αλλά τα χιλιάρικα σκορπίζονταν σαν κομφετί στο Καρναβάλι της Πάτρας, κάτι για το οποίο δεν τους είχε προετοιμάσει η κλινική. Σχολίαζαν με τον σύζυγό της πόσο στερεοτυπικά μεξικάνικο ήταν να σου τα ξεφουρνίζουν όλα σιγά-σιγά είτε για να σε πιάσουν πελάτη είτε για να αποφύγουν θυμούς και καβγάδες και πόσο αντίθετο ήταν με τη δική τους πιο ευρωπαϊκή νοοτροπία που ήθελαν να τα γνωρίζουν όλα από πριν. Η απόκλιση ήταν διπλάσια από την αρχική τιμή που τους είχαν δώσει.
Πάλι καλά που είχαν προνοήσει και είχαν χρήματα στην άκρη.
Ακόμα θυμόταν την κρίση πανικού που είχε πάθει την πρώτη μέρα της ορμονοθεραπείας που έπρεπε να τρυπηθεί. Δεν το είχε ξανακάνει ποτέ στη ζωή της και περίμενε τον άντρα της να τη βοηθήσει. Ο γιατρός της είχε συστήσει να κάνει τις ενέσεις Pergoveris μία συγκεκριμένη ώρα πριν τον ύπνο και είχαν συμφωνήσει για τις 8 κάθε βράδυ. Είχε πάει όμως 8 και ο Γιόζεφ δεν είχε επιστρέψει από τη δουλειά. Ο καημένος... Έπρεπε να κάνει υπερωρία την πρώτη μέρα της δουλειάς μετά από τις διακοπές τους στην Ευρώπη. Πήγε 9 το βράδυ και ακόμα να επιστρέψει. Πήγε 10...
Στις 10 και μισή αποφάσισε να κάνει την ένεση από μόνη της, γιατί είχαν ήδη βαρύνει τα μάτια της από τη νύχτα και το τζετ λαγκ του ταξιδιού. Η πίεση του αέρα μέσα στη σύριγγα ήταν η πρώτη δυσάρεστη έκπληξη, την ξάφνιασε, δεν μπόρεσε να την ελέγξει, με αποτέλεσμα να χυθεί όλο το πολύτιμο υγρό στο πάτωμα και να χάσει κοντά στα 3.000 πέσος. Τόσο κόστιζε μια ημερίσια δόση Pergoveris στην Πόλη του Μεξικού. Περίπου 150 ευρώ.
Άρχισε να κλαίει απαρηγόρητη. Δεν την έπιασε το παράπονο μόνο για τα χρήματα που πέταξε έτσι χωρίς λόγο τη στιγμή που μια ακόμα οικονομική κρίση εξαιτίας της πανδημίας ήταν προ των πυλών, αλλά και για την ανικανότητά της να πραγματοποιήσει με επιτυχία κάτι που εκατομμύρια γυναίκες εφαρμόζουν σε ολόκληρο τον κόσμο. Πώς θα συνέχιζε την ορμονοθεραπεία; Ο Γιόζεφ θα έφευγε τις επόμενες μέρες για επαγγελματικό ταξίδι. Πώς θα περνούσε μόνη της όλο αυτό το μαρτύριο;
Τελικά, ο Γιόζεφ έφτασε κατά τις 12 τα μεσάνυχτα και τη βρήκε ξύπνια στον καναπέ και άσπρη σαν το πανί, με μάτια κατακόκκινα και χείλη τρεμάμενα σαν της Αλίκης Βουγιουκλάκη στις παλιές ελληνικές ταινίες.
«Δεν μπορώ! Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που αποφάσισα να κάνω την εξωσωματική! Δεν θέλω! Με ακούς; Δεν θέλω! Δεν θέλω παιδιά! Δεν θέλω σκυλιά! Δεν θέλω ευθύνες! Παρατήστε με όλοι!»
«Τι σε έπιασε ξαφνικά;»
«Δεν μπόρεσα να κάνω το πιο απλό πράγμα του κόσμου! Και αυτή είναι μόνο η αρχή! Πώς θα συνεχίσω; Εσύ θα φύγεις, τι θα κάνω μόνη μου;»
«Κατ' αρχάς, μια ένεση δεν είναι το πιο απλό πράγμα του κόσμου...»
Πρώτη ανάσα μες στην υστερία.
«Και κατά δεύτερον, γιατί δεν με περίμενες να την κάνουμε μαζί; Αφού ξέρεις ότι έχω κάνει άπειρες ενέσεις στη ζωή μου. Θα σε βοηθήσω, θα σου το μάθω και όταν φύγω, θα έχεις γίνει ξεφτέρι».
Δεύτερη ανάσα.
«Γιόζεφ, δεν ξέρω» ξεκίνησε στα γερμανικά. «Ξαφνικά έχω δεύτερες σκέψεις, δεν θέλω να περάσω αυτή τη δοκιμασία. Δεν ξέρω αν αξίζει τον κόπο. Δεν είναι μια χαρά η ζωή μας έτσι όπως είναι; Αν είναι να 'ρθει θε να 'ρθεί-αλλιώς θα προσπεράσει...» του είπε την τελευταία κουβέντα στα ελληνικά.
«Κι όλες αυτές οι σκέψεις επειδή δεν μπόρεσες να κάνεις μία ένεση;»
Τρίτη ανάσα. Είχε δίκιο. Έπρεπε να χαλαρώσει, δεν χάθηκε ο κόσμος.
Της έκανε αυτός την πρώτη εκείνη ένεση και τη δεύτερη την επόμενη μέρα, μετά πήρε το κολάι, τις έκανε μόνη της. Όλα τελικά τα συνηθίζει ο άνθρωπος. Να σκοτώνει κατσαρίδες από το στόμα του γάτου, να τρώει ενέσεις. Τα πάντα.
Επανήλθε η σκέψη της στο νεκρό πουλί του κήπου.
Σίγουρα είναι καλό σημάδι, είπε μέσα της και χάιδεψε την κοιλιά της την ώρα που ο άντρας της έπαιρνε την κιθάρα για να παίξει τις ροκ μελωδίες του.
Κεφάλαιο 4
Κι όμως... κινείται
Η πορτοκαλί ψυχή είχε απομακρυνθεί εδώ και ώρα από τον γκρίζο μαλλιαρό λαβύρινθο. Τα σκουντουφλήματα πάνω στις τρίχες και τους τοίχους, οι μεγάλες ταχύτητες και η ρουφήχτρα είχαν επιτέλους τελειώσει. Τώρα βρισκόταν σε κάτι που έμοιαζε με άβυσσο και ένιωθε ότι παραμένει ακίνητη μέσα σε έναν χώρο θεοσκότεινο. Παρόλο που ένιωθε ακίνητη, ήξερε ότι κινούνταν, ωστόσο αυτή η κίνηση ήταν ανεπαίσθητη. Δεν μπορούσε να κοιτάξει την άβυσσο, αλλά κάτι της ψιθύριζε ότι η άβυσσος την κοιτάζει κατάματα. Πώς γίνεται; Αφού δεν έχει μάτια ούτε η άβυσσος, αλλά ούτε και η ψυχή. Επέπλεε σαν τους αστροναύτες στην έλλειψη βαρύτητας και για να πάει από το σημείο Α στο σημείο Β έκανε μια αιωνιότητα και μία μέρα. Δεν είχε υπομονή για να την εξαντλήσει. Η υπομονή και η ανυπομονησία χτίζονται με τον χρόνο και την ανθρώπινη φύση. Η ψυχή ήταν ακόμα αμόλυντη και τέτοια συναισθήματα δεν μπορούσε να τα νιώσει. Ένιωθε ωστόσο την κίνηση, τον πόνο, τον φόβο και την προσμονή. Ένιωθε ότι είχε έναν προορισμό κι έναν στόχο. Εξακολουθούσε να ακούει την ίδια φωνή, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει από πού ερχόταν ώστε να κατευθυνθεί προς εκείνη.
«Σοφία!»
Να τη πάλι η φωνή.
Εκτός από αυτή την πρώτη γνώριμη φωνή, είχε αρχίσει να ακούει και μια ακόμα.
Ήταν και οι δύο φωνές που άκουγε ζεστές, αγαπησιάρικες, γλυκές, της τραγουδούσαν, της μιλούσαν, την κανάκευαν. Παρόλο που το σκοτάδι γύρω της ήταν πυκνό, δεν ήταν μόνη. Αποκλείεται να ήταν μόνη. Ένιωθε τη θαλπωρή και ένα γλυκό νανούρισμα να τη συντροφεύει. Πού να είναι άραγε αυτές οι φωνές; Πόσο πολύ ήθελε να βρεθεί κοντά τους. Ήταν φωνές ανδρικές και γυναικείες, στα ελληνικά και στα γερμανικά, ναι, τις αναγνώριζε τις γλώσσες, όλες φωνές οικείες, σαν να τις γνώριζε από παλιά, με ηχόχρωμα μοναδικά όμορφο έτσι όπως εισέπραττε τις δονήσεις σε όλο της το είναι.
Και εξακολουθούσε να επιπλέει στη μαύρη τρύπα. Ήταν τρύπα; Σκουληκότρυπα; Γύρω της όλα μαύρα και άραχνα. Γιατί το μαύρο προκαλεί φόβο; Όχι, δεν ένιωθε φόβο, ένιωθε χαρά και θαλπωρή. Τι θα συνέβαινε αν έβρισκε τις φωνές; Τι θα συνέβαινε αν δεν τις έβρισκε; Εκεί πάντως ένιωθε ασφάλεια. Μια γαλήνη που έσταζε γλύκα.
Πόσο άραγε να κρατούσε η μαύρη περιήγηση; Για μια στιγμή; Για πάντα; Το σκότος της φαινόταν ηδονικά ανεξάντλητο. Αλλά να, που αχνοφαίνεται μια λευκή γραμμή κάπου μακριά και όλα δείχνουν πως αυτή η λευκή γραμμή την τραβάει σαν μαγνήτης. Όχι, δεν είναι η ρουφήχτρα του λαβύρινθου, είναι κάτι άλλο, δεν μπορεί να το εξηγήσει, αλλά κατευθύνεται προς τα εκεί και η ταχύτητα όλο και αυξάνεται. Εκεί που νόμιζε ότι παραμένει σχεδόν ακίνητη, άρχισε να κινείται όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, μέχρι που την παρέσυρε ένα αόρατο κύμα και την πέταξε ακόμα πιο κοντά στη λευκή γραμμή που όλο και μεγάλωνε, καθώς την πλησίαζε, έπαιρνε αμύθητες διαστάσεις, άλλαζε σχήμα και προσανατολισμό. Γινόταν πότε οριζόντια και πότε κάθετη, πότε δημιουργούσε έναν κύκλο, πότε ένα τετράγωνο, πότε ένα παραλληλόγραμμο, γινόταν τρίγωνο, γινόταν ρόμβος, γινόταν και πάλι μια γραμμή. Οριζόντια, κάθετη, διαγώνια, τρίγωνο σκαληνό, τρίγωνο ορθογώνιο, τρίγωνο ισόπλευρο, ισοσκελές και πάλι σκαληνό. Και πάλι μια γραμμή. Όλο και πιο μεγάλη, όλο και πιο λευκή, όλο και πιο δυνατή, όλο και πιο τρομακτική.
Όχι, δεν θέλει να αφήσει την ευτυχία του μαύρου, δεν θέλει να ακολουθήσει τη λευκή παράνοια. Τι σημασία έχει ο τελικός προορισμός όταν το ταξίδι έχει τόσα εμπόδια που μπορεί να σε βγάλουν απ’ τον δρόμο, να σε τραυματίσουν ή ακόμα και να σε σκοτώσουν; Δεν θέλει να πεθάνει!
... συνεχίζεται!
Ευχαριστώ πολύ τη Χρύσα Γιαννοπούλου για την πολύτιμη βοήθειά της με το κείμενο.
Comments