top of page
Εικόνα συγγραφέαΓλύκα Στόιου

3 ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ IV

Έγινε ενημέρωση: 23 Σεπ 2022

Νουβέλα σε 12 κεφάλαια.


Η Μαρία λίγο πριν κλείσει τα 40 αποφασίζει να κάνει εξωσωματική γονιμοποίηση. Ζει με τον σύζυγό της Γιόζεφ στο μακρινό Μεξικό. Το κείμενο είναι μια βαθιά βουτιά σε συναισθήματα, σκέψεις και στιγμιότυπα της ζωής της που της κράτησαν συντροφιά εκείνες τις 3 εβδομάδες, όσο διήρκησε η διαδικασία. Σχολιάζει την ελληνική επικαιρότητα, θυμάται τα παιδικά της χρόνια και ονειρεύεται να μείνει έγκυος. Αφηγείται το δικό της ρεαλιστικό ταξίδι σε αντιπαραβολή με το συμβολικό ταξίδι μιας πορτοκαλί ψυχής.


Κεφάλαιο 7

Επικαιρότητα


Δεν ήθελε να ξεχάσει τις ακόλουθες ημερομηνίες:


Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου, το βράδυ κατά τις 9 της ήρθε περίοδος. Ήταν το δεύτερο βράδυ μετά την επιστροφή τους από την Ευρώπη. Μέρα 0 της ορμονοθεραπείας. Μέρα μελαγχολική.


Τέλη Αυγούστου είχαν πετάξει πρώτα στη Γερμανία και μετά στην Ελλάδα για τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Δεν θυμόταν να είχαν οργανώσει ποτέ κανένα ταξίδι με τόση λεπτομέρεια. Οι κανόνες για την είσοδο σε κάθε χώρα εξαιτίας της πανδημίας έπρεπε να μελετηθούν λεπτομερώς για να αποφύγουν τις εκπλήξεις στα αεροδρόμια. Εκτός αυτού, είχαν τρελές περιπέτειες με την άδεια παραμονής τους στο Μεξικό πριν από την αναχώρησή τους. Είχαν κάνει την αίτηση για ανανέωση εδώ και δύο μήνες, η άδεια θα έληγε όσο θα βρίσκονταν στην Ευρώπη, αλλά δεν είχαν μέχρι τη μέρα της αναχώρησης καμία απολύτως απάντηση. Τελικά, το θέμα λύθηκε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή.

Το μεσημέρι της Παρασκευής της 28ης Αυγούστου, την ώρα που η Μαρία προσπαθούσε να λύσει τις σπαζοκεφαλιές με το βάρος της βαλίτσας και να χωρέσει μαζί με τα απαραίτητα και όλα τα δώρα που αγόρασε για την οικογένεια και τους φίλους της, χτύπησε το τηλέφωνο του Γιόζεφ. Τον ειδοποιούσαν από το γραφείο του ότι αν ήθελε την κάρτα παραμονής πριν από το ταξίδι, έπρεπε να πάει αμέσως στο Μεταναστευτικό Γραφείο αυτός και η σύζυγός του. Ναι, την ήθελαν οπωσδήποτε πριν από το ταξίδι, για να μην έχουν όταν θα γύριζαν πρόστιμα και γραφειοκρατικά κωλύματα. Θα είχαν την εξωσωματική. Αρκούσε.

Το ίδιο απόγευμα στις 6 έπρεπε να φύγουν από το σπίτι για το αεροδρόμιο. «Πέταξαν» λοιπόν πρώτα για το Μεταναστευτικό Γραφείο που βρισκόταν σχεδόν στην άλλη μεριά της Πόλης του Μεξικού. Δεν είναι εύκολη πόλη η μεξικανική πρωτεύουσα. Είναι πέντε φορές η Αθήνα και ειδικά τις Παρασκευές που όλοι ετοιμάζονται για τη μεγάλη έξοδο του Σαββατοκύριακου, η κίνηση στους δρόμους είναι το κάτι άλλο. Έφτασαν σχεδόν 45 λεπτά αφότου ξεκίνησαν από το σπίτι τους και η απάντηση που πήραν όταν ήρθε η σειρά τους ήταν: «Η υπηρεσία κλείνει στη 1, δεν μπορούμε να σας εξυπηρετήσουμε...» Δύσκολο να μη χάσουν την ψυχραιμία τους, αλλά μετά από τόσα χρόνια αντιμέτωπη με ευτράπελα σε ελληνικές δημόσιες υπηρεσίες, η Μαρία είχε εκπαιδευτεί:


«Μα σας παρακαλούμε, μας πήρατε τηλέφωνο στις 12 να έρθουμε, είναι 12:55, ταξιδεύουμε σήμερα το βράδυ, έχουμε κάνει αίτηση εδώ και δύο μήνες!»

«Για να δω το εισιτήριό σας».

«Ορίστε να, εδώ είναι, στο κινητό».

«Δεν επιτρέπεται η χρήση κινητών τηλεφώνων εντός της υπηρεσίας».

«Δεν έχω το εισιτήριο εκτυπωμένο, προστατεύω το περιβάλλον».

«Εντάξει τότε, θα κάνουμε μία εξαίρεση για σας».


Μετά από καμιά ώρα, πήραν την άδεια παραμονής και επέστρεψαν στο σπίτι.


Κατά τις 5:30 το απόγευμα, μισή ώρα πριν φύγουν για το αεροδρόμιο και την ώρα που η Μαρία έκανε τα μποτέ της, κόπηκε το ρεύμα. O Γιόζεφ άνοιξε την πόρτα του μπάνιου με ένα πανικόβλητο βλέμμα κολλημένο στο πρόσωπο και τον λογαριασμό του ηλεκτρικού ανά χείρας. «Σήμερα ήρθε, σήμερα είναι η λήξη προθεσμίας πληρωμής και δεν έλαβα καμία ειδοποίηση στο μέιλ... Τι κάνουμε; Θα λείπουμε τρεις εβδομάδες!»

Μπλακ άουτ ολίγων δευτερολέπτων και στο μυαλό της Μαρίας. Μόλις συνήλθε, του πρότεινε:

«Είσαι ντυμένος, τρέξε μέχρι την υπηρεσία και πλήρωσέ τον τώρα, μπορεί να είμαστε τυχεροί, έχουμε ακόμα μισή ώρα μέχρι να φύγουμε».

«Μα η υπηρεσία κλείνει στις 5».

«Έχουν μηχάνημα αυτόματης πληρωμής, πήγαινε, μπορεί να έρθει σήμερα πίσω το ρεύμα».


Την είχαν ξαναπάθει άλλες δύο φορές· να έχει έρθει ο λογαριασμός μετά τη λήξη του και να έχει κοπεί το ρεύμα. Μόλις έφυγε ο Γιόζεφ, η Μαρία πήρε καλού κακού τη γειτόνισσα που θα πρόσεχε τον γάτο να της πει τα καθέκαστα και να την παρακαλέσει να έρθει πριν πέσει ο ήλιος το βράδυ για να ελέγξει το ρεύμα. Σε περίπτωση που δεν θα είχε έρθει, θα έπρεπε να αδειάσει την κατάψυξη. Το ψυγείο δεν είχε τίποτα. Για καλή τους τύχη, το ρεύμα ήρθε όση ώρα της μιλούσε στο κινητό.


Για να ξεπεράσουν την ένταση της ημέρας, πρέπει να κατέβασαν μισό λίτρο μεσκάλ στη εντεκάωρη πτήση από την Πόλη του Μεξικού ως τη Φρανκφούρτη. Το μεσκάλ είναι είναι ένα παραδοσιακό ποτό του Μεξικού, περίπου σαν την τεκίλα, αλλά με γεύση κάπως πιο καπνιστή και γήινη. Παρασκευάζονται και τα δύο ποτά με απόσταξη από το φυτό της αγαύης, του οποίου τις καλλιέργειες βλέπει κανείς σε μεγάλες εκτάσεις στις πολιτείες Χαλίσκο και Οαχάκα. Η βασική τους διαφορά είναι το είδος της αγαύης. Η τεκίλα γίνεται μόνο από την μπλε αγαύη, ενώ το μεσκάλ μπορεί να παρασκευαστεί από 12 διαφορετικά είδη.


Μόλις προσγειώθηκαν στο Ελ. Βενιζέλος το βράδυ του Σαββάτου μετά από σχεδόν 34 ώρες στο πόδι, το πρώτο που ζήτησε ο Γιόζεφ ήταν μια ελληνική μπύρα.

Είχαν μείνει δύο εβδομάδες στην Ελλάδα και μία στη Γερμανία, για να προλάβουν να δουν οικογένεια και φίλους. Έκανε τικ σε όλα τα κουτάκια που είχε βάλει στο μυαλό της με πρόσωπα που ήθελε να δει, με πράγματα που ήθελε να κάνει, για να γεμίσει τις μπαταρίες της και να αντιμετωπίσει τη νέα περιπέτεια της ζωής της με θάρρος.

Γύρισαν από τις διακοπές ανανεωμένοι και άρχισε η ορμονοθεραπεία. Ήταν σαν να μην είχαν πάει διακοπές.

Δεν ήθελε να ξεχάσει αυτές τις μέρες των ορμονών, των φαρμάκων, των ενεσών, των καταιγιστικών ειδήσεων, της αγωνίας και της μοναξιάς. Δεν έπρεπε να τις ξεχάσει. Είχε την ενδόμυχη ανάγκη να τις καταγράψει πρώτα από όλα για την ίδια. Αλλά ένιωθε και την υποχρέωση να τις μοιραστεί με άλλες γυναίκες, με άλλα ζευγάρια που περνούσαν τα ίδια και χειρότερα ή τα ίδια και καλύτερα.

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου ξεκίνησε τις ενέσεις. Ήταν το βράδυ που απέτυχε να κάνει την πρώτη ένεση και την έπιασε η κρίση πανικού.

Εκείνο το τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου ήταν όλο μια «κρίση πανικού» που την τροφοδοτούσαν και οι ειδήσεις από την Ελλάδα. Τα αθηναϊκά θέατρα έκλειναν με κυβερνητική απόφαση το ένα μετά το άλλο την ώρα που τα μέσα μαζικής μεταφοράς ήταν ασφυκτικά γεμάτα, τα σχολεία άνοιγαν χωρίς μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τάξη και οι εκκλησίες εξακολουθούσαν να παραμένουν ανοιχτές. Στο Μεξικό από την άλλη, που είναι επίσης μία χώρα που ακολουθεί τις παραδόσεις, βαθιά θρησκευόμενη, ακολουθούσαν νέο πρωτόκολλο με τις Λειτουργίες και τα Μυστήρια εξαιτίας της πανδημίας, ενώ τα σχολεία έκαναν αποκλειστικά και μόνο τηλεκπαίδευση.


Ήταν το δεκαήμερο με τις αλλεπάλληλες καταλήψεις σε Γυμνάσια και Λύκεια που προκάλεσαν σειρά εμπρηστικών δηλώσεων και σχολίων: είναι παράνομες, υποκινούμενες, δεν ακολουθούν δημοκρατικές διαδικασίες, καταστρέφουν δημόσιες περιουσίες, μα είναι παιδιά, τι γνώμη να έχουν, φταίει το ΚΚΕ, φταίει η Νέα Δημοκρατία, φταίει ο Σύριζα, φταίει το ΠΑΣΟΚ, φταίνε οι γονείς, φταίνε οι καθηγητές, φταίει το εκπαιδευτικό σύστημα, φταίνε οι κουκουλοφόροι. Στο δικό της μυαλό πάντως μέσα σε όλη αυτή τη θολή και άρρωστη ατμόσφαιρα, οι μαθητές και οι μαθήτριες της φαίνονταν ως τα μοναδικά άτομα που αντιδρούσαν συνολικά σε κάτι που τους ενοχλούσε. Φυσικά και είναι παράνομες οι καταλήψεις, αλλά όταν βλέπει κανείς ότι είναι σε εξέλιξη σε εκατοντάδες σχολεία, πώς γίνεται να μην αναρωτηθεί μήπως είναι στραβός ο γιαλός, αντί να μηρυκάζει ότι τα παιδιά στραβά αρμενίζουν; Άκουγε να εκτοξεύονται απειλές και αναρωτιόταν γιατί δεν τα καλούν σε διάλογο; Γιατί προσπαθούν να υποτιμήσουν το γεγονός αντί να τους δώσουν βήμα και να τα αγκαλιάσουν;


Είχε φίλες στην εκπαίδευση και ήταν όλες υπ' ατμόν, καθώς της έλεγαν ότι το Υπουργείο Παιδείας δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του και ρίχνει το μπαλάκι της επίλυσης του προβλήματος των καταλήψεων στους εκπαιδευτικούς. Οι εκπαιδευτικοί πάλι ήταν έτοιμοι να προβούν σε απεργίες για το θέμα των on line μαθημάτων για τα οποία δεν υπήρχε ξεκάθαρο εκπαιδευτικό πλαίσιο. Τα Ελληνόπουλα που δεν είχαν πρόσβαση στο ίντερνετ και σε υπολογιστή υπολογίζονταν περίπου στο 30%. Μέσα σε αυτό το κλίμα, το Υπουργείο Παιδείας ζητούσε από τους εκπαιδευτικούς να γίνουν καταδότες των μαθητών που κάνουν κατάληψη βάζοντας απουσίες στα on line μαθήματα. Άντε να βρει κανείς την άκρη του νήματος και να ξετυλίξει το κουβάρι.

Και μέσα σε όλα, μαθαίνει ότι γιούχαραν μια φίλη της εκπαιδευτικό σε μία συνέλευση στο Γυμνάσιο του χωριού τους για το ενδεχόμενο να φοιτήσουν 11 προσφυγόπουλα από μια δομή φιλοξενίας προσφύγων. Διάβαζε πολλά σχόλια μίσους κατά των μεταναστών και των προσφύγων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ήθελε να κρύψει το κεφάλι της στην άμμο σαν τις στρουθοκαμήλους. Ήταν και η ίδια μετανάστρια στο Μεξικό. Ο όχλος γιούχαρε τη φίλη της και τους ελάχιστους που τόλμησαν να εκφράσουν θετική άποψη, γιατί είπαν ό,τι θεωρούσαν αυτονόητο: ότι είναι υποχρέωσή τους όχι μόνο ανθρωπιστική, αλλά και βάσει των διεθνών, των ευρωπαϊκών και των ελληνικών νόμων για τους πρόσφυγες να δεχτούν στις σχολικές τους μονάδες τα προσφυγόπουλα, ότι το δικαίωμα στην εκπαίδευση είναι αναφαίρετο και ανήκει σε όλους, ότι το Δημοτικό έχει ήδη δεχτεί παιδιά από τη δομή φιλοξενίας και η ένταξή τους προχωράει ομαλά. Δεν εισακούστηκαν και ό όχλος τους έδιωξε από τη συνέλευση. Τα παιδιά μάλιστα του Γυμνασίου ξεκίνησαν κατάληψη όχι μόνο για να περιοριστούν οι μαθητές ανά τάξη λόγω πανδημίας, αλλά και για να μην γίνουν αποδεκτά τα 11 προσφυγόπουλα. Στις καταλήψεις συμμετείχαν και Αλβανόπουλα δεύτερης γενιάς από γονείς που είχαν μεταναστεύσει στην Ελλάδα τη δεκαετία του '90.


Η Μαρία που βρισκόταν σε μια τόσο ευάλωτη περίοδο στη ζωή της, με την αγωνία της εξωσωματικής, με τον φόβο ότι δεν γινόταν ποτέ μητέρα, έκανε εξάσκηση μπροστά στον καθρέφτη για το τι θα μπορούσε να πει σε αυτά τα 11 προσφυγόπουλα που δεν τους δινόταν η ευκαιρία να φοιτήσουν στο σχολείο. Ήθελε να τους μιλήσει τρυφερά, να τους πει ότι δεν ήταν ανεπιθύμητα, ότι δεν γεννήθηκαν για να υποφέρουν, ότι θα έπρεπε να έχουν ίσα δικαιώματα και ευκαιρίες με τα παιδιά των ανεπτυγμένων χωρών, ότι όλα θα πάνε καλά. Φανταζόταν να τους διδάσκει την πλούσια ελληνική γλώσσα, την ελληνική ιστορία, να παίζει μαζί τους θέατρο και ποδόσφαιρο, να διαβάζουν ποίηση και παραμύθια ελληνικά, να ανταλλάσσουν ιδέες πολιτιστικές. Σαν να ήταν δικά της παιδιά. Σαν να ήταν η Σοφία από το σύμπαν της. Σκεφτόταν ότι ένα παιδί, ένας έφηβος από όπου κι αν προέρχεται αποτελεί ένα ευμετάβλητο σφουγγάρι, που σε έναν φάρο πολιτισμού όπως είναι το σχολείο μπορεί να μετατραπεί σε ανεκτίμητο κόσμημα για την εκάστοτε κοινωνία, όπως συνέβη με τον Αντετοκούνμπο για παράδειγμα, αλλά και με τόσους άλλους.

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου ήταν μια από τις χειρότερες μέρες της ζωής της. Είχε ραντεβού με τον γιατρό της και δεν της επέτρεψαν να μπει στην κλινική για τον υπέρηχο. Ο λόγος; Είχε δέκατα και στο Μεξικό απαγορευόταν η είσοδος σε οποιοδήποτε κτίριο για όσους εμφάνιζαν θερμοκρασία άνω των 37 βαθμών Κελσίου.


«Μα έχω ωορρηξία και κάνω θεραπεία με ορμόνες. Είστε γυναικολογική κλινική και δεν γνωρίζετε ότι όταν μια γυναίκα έχει ωορρηξία μπορεί να παρουσιάσει δέκατα;»


Συνήθως είναι πιο ευγενική, απεχθάνεται την ειρωνία και τον σαρκασμό, αλλά εκείνη τη μέρα δεν μπορούσε να κρατήσει τα νεύρα της ούτε να φανεί πολιτισμένη. Ήταν μόνη και είχε εξάψεις, δεν καταλάβαινε τι της έλεγαν και το χειρότερο: περίμενε πάνω από δύο ώρες σε μία σκοτεινή αίθουσα αναμονής χωρίς να την αφήνουν να δει τον γιατρό της.

«Δεν έχω κανένα σύμπτωμα του κορωνοϊού, γαμώτο! Έχω ωορρηξία! Φοράω μάσκα, γάντια, προστατευτικό στο κεφάλι, με έχετε φασκιωμένη από την κορυφή μέχρι τα νύχια, αφήστε με να κάνω τον υπέρηχο να φεύγω!»


Τελικά, έκανε τον υπέρηχο σε ένα νοσοκομείο που συστεγαζόταν στο ίδιο κτίριο μετά από ένα τρίωρο αναμονής. Τα δάκρυα κύλησαν ποτάμι. Την ώρα που είχε το εργαλείο του υπέρηχου στον κόλπο της, τη ρώτησε ο γιατρός αν είχε αποφασίσει να συνεχίσει για άλλους δύο μήνες την ορμονοθεραπεία, ώστε να αποσπάσουν όσο το δυνατόν περισσότερα ωάρια από τη μήτρα. Ήθελε να του πει: «Γιατρέ, μας δουλεύεις τώρα; Δεν μπορεί αυτή η συζήτηση να γίνει άλλη ώρα; Τώρα βρήκες;»


Αποφάσισε να καταπνίξει τον θυμό και τους λυγμούς της και να απαντήσει όσο το δυνατόν πιο τυπικά: «Είχαμε αποφασίσει να κάνουμε μόνο μία προσπάθεια με ό,τι αυγό έχω στις ωοθήκες μου αυτόν τον μήνα χωρίς να είμαστε 100% σίγουροι. Ωστόσο, μετά το σημερινό φιάσκο στην κλινική, η απόφασή μου είναι οριστική και αμετάκλητη. Δεν επιθυμώ να συνεχίσω υπό αυτές τις συνθήκες».


Για να της επιτρέψουν να ξαναμπεί στην κλινική έπρεπε αυτή και ο άντρας της να κάνουν μοριακό Covid-19 τεστ που να είναι αρνητικό. Ούτε καν ρώτησε τον γιατρό της τι θα συνέβαινε σε περίπτωση που έβγαινε θετικό. Τόσο σίγουρη ήταν για το αρνητικό αποτέλεσμα. Από την άλλη, φοβόταν και να ρωτήσει, γιατί σκεφτόταν πόσο ανοχύρωτη ήταν η κλινική στον κορωνοϊό και πόσο απροετοίμαστη στο ενδεχόμενο ενός θετικού αποτελέσματος. Και θεωρούνταν τρομάρα τους από τις καλύτερες του Μεξικού. Καλύτερα να μην ήξερε σε αυτή τη φάση της ορμονοθεραπείας. Την ταλαιπωρία για να βρουν το κατάλληλο εργαστήριο στην Πόλη του Μεξικού που να παραδίδει τα αποτελέσματα του μοριακού τεστ μέσα σε ένα 24ωρο τη γνώριζε ήδη από το ταξίδι που είχαν οργανώσει για την Ευρώπη. Ελάχιστα ήταν τα εργαστήρια που θα έκλειναν άμεσα ραντεβού και ακόμα πιο λίγα αυτά που θα είχαν έτοιμα τα αποτελέσματα μέσα σε μία μέρα.


Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου βρήκε εργαστήριο και έκαναν το τεστ για 4η φορά μέσα σε έναν μήνα με την μπατονέτα να χώνεται βαθιά μέσα στη μύτη και τον λαιμό τόσο που να νιώθει ότι της έκαναν πλύση στομάχου. Την επόμενη μέρα που είχε τον τελευταίο υπέρηχο με τον γιατρό έμαθε ότι το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό.


Σάββατο 3 Οκτωβρίου έγινε η ωοληψία. Respiración στα ισπανικά. Η νάρκωση ήταν ολική.


«Πήγαινε στο happy place σου, για να κοιμηθείς όσο το δυνατόν πιο γλυκά γίνεται» της είχε πει η αναισθησιολόγος.

Στο happy place... Ποιο να είναι άραγε το happy place της;

Το πρώτο που της ήρθε στο μυαλό ήταν το πρόσωπο του άντρα της χαμογελαστό και αγνό σαν του Χριστού, με τα ξανθά του τα μαλλιά ελεύθερα και μακριά να πέφτουν στους δυνατούς του ώμους, με το γκριζοκάστανο βλέμμα που την έκανε να λιώνει ακόμα και μετά από τόσα χρόνια γάμου, με τα χέρια του ανοιχτά έτοιμος να την πάρει στην αγκαλιά του. Πόσο της άρεσε να κάνει έρωτα μαζί του, πόσο είχε αλλάξει αυτός ο έρωτας από τότε που είχαν ξεκινήσει να κάνουν τις προσπάθειες για παιδί. Έχασε τον αυθορμητισμό του, την απόλαυσή του, τη διάρκειά του, την τρυφερότητά του. Από ένα σημείο και ύστερα, γινόταν απλώς για να γίνεται. Δεν το ήθελε πια αυτό. Ήθελε πίσω το σεξ με τον Γιόζεφ έτσι όπως ήταν πριν από τις προσπάθειες. Ήθελε να δοξάζει τον έρωτα με τον σύντροφό της όταν και όποτε το ήθελαν αυτοί και όχι όταν «έπρεπε», επειδή είχε ωορρηξία. Στέγνωνε το συναίσθημα. Στέγνωνε και η όρεξή τους. Το ένιωθε σαν φυλακή.

Τι γλυκό που ήταν το πρόσωπο του άντρα της. Την ηρεμούσε.


Το δεύτερο που της ήρθε στο μυαλό ήταν κάτι που ενυπήρχε στη φαντασία της εδώ και πάρα πολλά χρόνια και της θύμιζε τον πίνακα του Μονέ Οι Παπαρούνες. Τον καιρό του τρίμηνου λοκντάουν τον είχε παραγγείλει σε παζλ από το Άμαζον. Μέσα σε πέντε μέρες το είχε κατασκευάσει, το είχε κορνιζάρει και το είχε βάλει στην τουαλέτα του κάτω ορόφου μαζί με τον άλλο πίνακα του Μονέ Εντύπωση, Ανατέλλων Ήλιος, που ήταν επίσης παζλ, δώρο ανεκτίμητο μιας φίλης εικαστικού στα φοιτητικά τους χρόνια. Της άρεσε όσο ήταν στην τουαλέτα να παρατηρεί τους πίνακες και να ταξιδεύει νοερά.

Το δεύτερο λοιπόν που ήρθε στο μυαλό της ήταν ένα μικρό κορίτσι, όχι πάνω από πέντε ετών, ξανθό με μπούκλες, να τρέχει στους αγρούς φορώντας ανοιχτόχρωμο φόρεμα και καπέλο. Ήταν ένα όνειρο που είχε δει πριν από πολλά χρόνια πριν να γνωρίσει ακόμα τον άντρα της. Από τότε όμως που τον είχε γνωρίσει, η εικόνα αυτή επανερχόταν απρόσκλητη στο μυαλό της όλο και πιο συχνά. Ένα κορίτσι κατάξανθο με καπέλο να τρέχει χαμογελαστό μέσα σε ένα τοπίο καταπράσινο γεμάτο από φλογερές παπαρούνες. Εκείνο το διάστημα της εξωσωματικής, το κορίτσι εμφανιζόταν στα όνειρά της με σύνδρομο Down και αυτό την προβλημάτιζε.

Το τρίτο που της ήρθε στο μυαλό ήταν τα αδέρφια της· μικρά ακόμα στο χωριό, στο πατρικό τους σπίτι, μέσα στην κρεβατοκάμαρα των γονιών τους, αγκαλιά με τεράστια μπολ ποπ κορν, κουτιά από πίτσες και μπουκάλια από κόκα κόλες, πάνω στο κρεβάτι, να βλέπουν οι τρεις τους βιντεοκασέτες της Ντίσνεϋ και να γελούν ασταμάτητα.

Σε λίγο είχε αποκοιμηθεί γλυκά. Σε δύο ώρες είχε ανοίξει τα μάτια της και ένιωθε ζαλισμένη από την νάρκωση. Ο Γιόζεφ είχε δώσει ήδη το σπέρμα του και την περίμενε να ξυπνήσει χαζεύοντας στο κινητό.

Την επόμενη μέρα, τα έκλεισε όλα. Είχε αποφασίσει να κάνει αποτοξίνωση από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και την ειδησεογραφία

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου, ένα μήνυμα από την αδερφή της την έκανε αλλάξει γνώμη. Η Χρυσή Αυγή, το νεοναζιστικό κόμμα έκτρωμα που είχε εισέλθει για 7 ατελείωτα χρόνια στην ελληνική Βουλή και αποτελούσε την ντροπή της ελληνικής Δημοκρατίας ως συνέπεια τραγική της οικονομικής κρίσης, χαρακτηρίστηκε πλέον επίσημα ως εγκληματική οργάνωση. Ήταν μία μέρα που της έδωσε μεγάλη χαρά και έκανε τουλάχιστον τον δικό της κόσμο λίγο καλύτερο. Η σπαρακτική φωνή της Μάγδας Φύσσα που αναφώνησε βγαίνοντας από το δικαστήριο «Παύλο μου, νικήσαμε!» συντάραξε όλο της το είναι. Μπράβο στη γυναίκα, στη μητέρα, στον άνθρωπο που κινητοποίησε έναν δυσκίνητο μηχανισμό και απάλλαξε την Ευρώπη από τα μιάσματά της στη μεγαλύτερη δίκη φασιστών μετά τη δίκη των ναζιστών της Νυρεμβέργης.

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου μπήκε μέσα στο σύμπαν της η Σοφία. Με το που έγινε η εμβρυομεταφορά, τα ξαναέκλεισε όλα. Απομονώθηκε στον μικρόκοσμό της. Δεν διάβαζε, δεν άκουγε, δεν έβλεπε ειδήσεις για να μην ταράζεται. Δεν ήθελε να ξέρει τις 12 μέρες μέχρι να γίνει το τεστ εγκυμοσύνης τι γίνεται στον κόσμο. Καλύτερα να μην ήξερε.


Άραγε είναι ακόμα εκεί η κουκίδα της; Θα φορέσει το καπέλο για να τρέξει στους αγρούς του χωριού της με τις παπαρούνες;


Κεφάλαιο 8


Η γάτα μαγειρεύει


Η πορτοκαλί ψυχή άρχισε να ζαλίζεται. Το συνεχές ανέβασμα, οι μονόκεροι που χτυπούσαν τα φτερά τους, το φύσημα του μαντικού καπνού από τα κέρατα και το εκτυφλωτικά λευκό περιβάλλον την έκαναν να επιθυμεί το τέλος αυτού του δρόμου. Χώρια που ακόμα δεν είχε ξεπεράσει τον φόβο της μη ύπαρξης, καθώς εξακολουθούσε να βλέπει τους μονόκερους να θρέφονται με τις ψυχές και δεν είχε πειστεί ότι ο κίνδυνος να κατασπαραχτεί είχε περάσει ανεπιστρεπτί.

Όσο όμως ανέβαινε, διέκρινε μια σειρά από πέτρες να σκάνε πάνω σε μία χνουδωτή επιφάνεια που από μακριά φαινόταν σαν κοιλιά γάτας. Όσο πλησίαζε συνειδητοποίησε ότι είχε δίκιο. Αυτό που διέκρινε από μακριά ήταν πράγματι η ολόλευκη κοιλιά μιας γάτας που ισορροπούσε στον αέρα χωρίς να ακουμπάει σε καμία επιφάνεια. Απλώς καθόταν σαν να είχε έδαφος από κάτω της, ενώ δεν είχε, και κουνούσε μακάρια την ουρά της. Πολλές πέτρες που κουβαλούσαν τις ψυχές στις ράχες τους προσέκρουαν πάνω στην κοιλιά, με αποτέλεσμα αρκετές ψυχές να χάνουν την ισορροπία τους και είτε να πέφτουν στον κενό είτε να πέφτουν πάνω σε μια άλλη κενή πέτρα είτε πάνω σε πέτρα που είχε μια ή και δυο ή και τρεις ακόμα ψυχές στη ράχη της. Αν η πέτρα είχε πολλές ψυχές πάνω της, τότε δεν μπορούσε να αντέξει το βάρος και αναποδογύριζε σαν βάρκα στο γιαλό με τις ψυχές να βυθίζονται προς τα κάτω κάνοντας έναν θόρυβο σαν να τις διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα.

Η ψυχή της Σοφίας δεν μπορούσε να κάνει πολλά πάνω στην πέτρα, καθώς ήταν αδύνατον να την οδηγήσει δεξιά και αριστερά, πίσω ή μπρος, πάνω ή κάτω. Έπρεπε να αφεθεί στη θεά τύχη και να ευχηθεί πως όλα θα εξελιχθούν όπως πρέπει. Όταν πλησίασε αρκετά προς την τεράστια και μαλλιαρή κοιλιά της γάτας, έκανε μερικούς κύκλους γύρω από τον εαυτό της και απελευθέρωσε μια μικρή ποσότητα πορτοκαλί αστερόσκονης. Προσέκρουσε με δύναμη πάνω στην κοιλιά που ήταν σαν τραμπολίνο και παραλίγο να χάσει την ισορροπία της. Δίπλα της, μια πράσινη ψυχή έπεσε στο κενό, ενώ παραδίπλα της, μια μωβ ψυχή τσακίστηκε μαζί με μερικές άλλες ψυχές πάνω σε μια λευκή πέτρα που μόλις προσέκρουσε πάνω στην κοιλιά αναποδογύρισε σαν καρυδότσουφλο και όλες μαζί κατέληξαν σε μια άλλη πέτρα που από το βάρος αναποδογύρισε και αυτή και στο τέλος, όλες μαζί έπεσαν στο κενό. Δεν πρόλαβε να δει τι απέγιναν. Η ίδια πάντως, ενώ παραλίγο να πέσει από την πέτρα της, στάθηκε τυχερή. Η πρόσκρουση της έδωσε μία ώθηση παράλληλη με την κοιλιά της γάτας και κατέληξε να κάνει τον γύρο της κοιλιάς μαζί με δεκάδες άλλες ψυχές που φτηνά τη γλίτωναν και ακολουθούσαν την ίδια πορεία.

Η κοιλιά της γάτας ήταν ατελείωτη μα πολύ απαλή. Η ψυχή ακουμπούσε αναπόφευκτα το πεντακάθαρο τρίχωμα στο κυκλικό της ανέβασμα, αλλά το εκτόπισμα της γάτας ήταν γιγάντιο και η όλη η διαδικασία της φάνηκε αιώνια. Η ίδια ανέβαινε από τη δεξιά μεριά έτσι όπως έβλεπε το κεφάλι της γάτας, ενώ άλλες ψυχές ανέβαιναν από την αριστερή μεριά, κάποιες κατευθύνονταν προς την ουρά, ενώ κάποιες άλλες προς το κεφάλι. Αυτές που πήγαιναν προς την ουρά ή το κεφάλι ήταν οι πιο άτυχες, καθώς η κίνηση της ουράς χτυπούσε πολλές πέτρες και οι ψυχές δεν τα κατάφερναν, ενώ αυτές που έφταναν στο κεφάλι, φαίνεται πως προσγειώνονταν ανάμεσα στα κοφτερά της δόντια.

Ήταν πάντως μια χνουδωτή ολόλευκη γάτα με μάτια ιβουάρ που άλλες φορές ήταν κλειστά σαν να κοιμόταν κι άλλες φορές άνοιγαν έτοιμα για επίθεση με τις κόρες σε συστολή. Απλώς καθόταν εκεί και απολάμβανε την αιωνιότητα έτσι όπως μόνο οι γάτες μπορούν. Είχε τον χώρο της, είχε φαγητό, είχε παιχνίδι, είχε παρέα, άσχετα αν η παρέα αυτή κατέληγε στο στομάχι της, ήταν αναμφισβήτητα παρέα. Φαινόταν να είναι μια γάτα υπερήλικας. Δεν θύμιζε νέα γάτα, καθώς οι νέες γάτες, όπως και οι νέοι άνθρωποι, είναι υπερκινητικές, παιχνιδιάρες και με τεράστιο απόθεμα ενέργειας. Φαινόταν να έχει χορτάσει τη ζωή και απλώς να στέκεται εκεί περιμένοντας το τέλος χωρίς να το περιμένει.


Η πορτοκαλί ψυχή απόλαυσε μόνο για λίγο το απαλό τρίχωμα της γάτας περιμένοντας καρτερικά τη συνέχεια της περιπέτειάς της. Θα συνέχιζε την άνοδο μέσα σε αυτό το λευκό περιβάλλον με τη γάτα να αποτελεί ένα ακόμα εμπόδιο στο ταξίδι της προς το άγνωστο ή θα κατέληγε σε μια άλλη διάσταση με άλλο περιβάλλον; Μονόκερους πάντως σταμάτησε να νιώθει. Ούτε τη ζεστή ανάσα με άρωμα τσιχλόφουσκας ένιωθε, αλλά ούτε και τον αέρα από το δυνατό φτερούγισμά τους να τη χτυπάει. Κι εκεί που έκανε τον κύκλο γύρω από την τεράστια κοιλιά ένιωσε μια νέα διάσταση να την κατακλύζει. Η γάτα δεν ισορροπούσε στον αέρα! Είχε έδαφος αόρατο κάτω από τα σκέλια της που αν κατάφερνες να κάνεις τον γύρο του σώματός της χωρίς να χτυπηθείς από την ουρά ή να φαγωθείς από το στόμα της, έμπαινες σε ένα δωμάτιο καφέ και έβλεπες ότι το έδαφος αποκτούσε υφή και υπόσταση. Η γάτα άραζε πάνω σε ένα χειροποίητο χαλί με καφεκίτρινες αποχρώσεις! Ήταν ένα χαλί μάλλινο, με νήματα από φυσικό μαλλί πλεγμένα στον αργαλειό, με σύνθεση που εμφανέστατα προσέφερε στη γάτα ζεστασιά, καθώς το καφέ δωμάτιο είχε μια κρύα πολική ατμόσφαιρα.

Η ψυχή έχασε την πέτρα της, έπεσε πάνω στο μάλλινο χαλί κι ένιωσε να κρυώνει. Κατά έναν περίεργο τρόπο, εκτός από κρύο ένιωσε και μόνη μέσα στο καφέ δωμάτιο με την ολόλευκη γάτα. Πού να πήγαν οι άλλες ψυχές που έκαναν τον γύρο της κοιλιάς; Πού να είναι η πέτρα της άραγε; Μέχρι που αντιλήφθηκε πως μέσα σε εκείνο το δωμάτιο η γάτα δεν ήταν η μόνη άλογη ύπαρξη που την απειλούσε...


... συνεχίζεται!


Eυχαριστώ πολύ τη Χρύσα Γιαννοπούλου για την πολύτιμη βοήθειά της με το κείμενο.


Comments


bottom of page