Νουβέλα σε 12 κεφάλαια.
Η Μαρία λίγο πριν κλείσει τα 40 αποφασίζει να κάνει εξωσωματική γονιμοποίηση. Ζει με τον σύζυγό της Γιόζεφ στο μακρινό Μεξικό. Το κείμενο είναι μια βαθιά βουτιά σε συναισθήματα, σκέψεις και στιγμιότυπα της ζωής της που της κράτησαν συντροφιά εκείνες τις 3 εβδομάδες, όσο διήρκησε η διαδικασία. Σχολιάζει την ελληνική επικαιρότητα, θυμάται τα παιδικά της χρόνια και ονειρεύεται να μείνει έγκυος. Αφηγείται το δικό της ρεαλιστικό ταξίδι σε αντιπαραβολή με το συμβολικό ταξίδι μιας πορτοκαλί ψυχής.
Κεφάλαιο 1
Μία κουκίδα στο σύμπαν
Ανάσκελα στο κρεβάτι του Προκρούστη. Αυτό της ήρθε στο μυαλό αρχικά, αλλά έδιωξε τη σκέψη σχεδόν αμέσως. Δεν ήθελε αρνητικές σκέψεις. Έπρεπε να είναι θετική. Ανάσκελα λοιπόν στο κρεβάτι του γιατρού, μέσα σε ένα δωμάτιο με οθόνες, άσπρους τοίχους, μυρωδιά νοσοκομείου, από αυτή που ακόμα και η χειρουργική μάσκα που φορούσε δεν μπορούσε να κρατήσει μακριά από τα ρουθούνια. Με τα πόδια ανοιχτά κάτω από ένα λευκό σεντόνι που μύριζε απορρυπαντικό. Μπήκαν και βγήκαν δυο νεαρές κοπέλες με εμφάνιση νοσοκόμας και τρεις άντρες. Ο ένας ήταν ο γιατρός της. Οι άλλοι δύο δεν ήξερε ποιοι ήταν, αλλά της έδωσαν την εντύπωση γιατρού. Σκέφτηκε τι κρίμα που οι νεαρές κοπέλες δεν ήταν οι γιατροί και οι άντρες νοσοκόμοι. Πόσο διαφορετικός θα ήταν ο κόσμος. Θυμήθηκε την τελευταία φορά που ήταν μέσα σε αυτό το ίδιο δωμάτιο, ανάσκελα πάλι, πάνω στο ίδιο κρεβάτι, όταν έσκυψε πάνω της μια άλλη κοπέλα, εξηγώντας πως είναι η αναισθησιολόγος και ρωτώντας τη μήπως είναι αλλεργική σε κάποιο φάρμακο. Είχε απαντήσει όχι, ενώ την ίδια στιγμή σκεφτόταν τι καλά, επιτέλους μια γυναίκα γιατρός.
Επανήλθε στο παρόν, όταν ο γιατρός της είπε ότι θα χρησιμοποιούσε έναν καθρέφτη για να δει το εσωτερικό της μήτρας της. Με τη βοήθεια του καθρέφτη θα προχωρούσε στην transferencia. Ζούσε ήδη έναν χρόνο στο Μεξικό, αλλά δεν ήταν ακόμα εξοικειωμένη με τα ισπανικά. Έπρεπε να καταβάλει έντονες προσπάθειες κάθε φορά για να καταλάβει το νόημα των όσων άκουγε. Σίγουρα πάντως τα ισπανικά δεν τη δυσκόλευαν όσο τα γερμανικά, μητρική γλώσσα του Γιόζεφ, του άντρα της. Εν πάση περιπτώσει, είχε σημειώσει πρόοδο και στις δύο γλώσσες και αυτό όφειλε να το αναγνωρίσει στον εαυτό της.
Την ώρα που ένιωθε τον καθρέφτη να εισέρχεται στον κόλπο της, κάθισε δίπλα της ο ένας από τους δύο νεαρούς που έμοιαζε με γιατρό. Της συστήθηκε, της είπε mucho gusto, αλλά δεν κατάλαβε το όνομά του. Άβελ μάλλον. Άβελ; Ποιος ονομάζει το παιδί του Άβελ; Είχε μεγάλη σημασία το όνομα του κάθε ανθρώπου. Σε χαρακτηρίζει και σε καθορίζει. Τα βιβλικά ονόματα άρεσαν γενικά στους Μεξικανούς, αυτό είχε συνειδητοποιήσει από τις λίγες συναναστροφές της. Άβελ, Ιωσήφ-στα ισπανικά José, Ιησούς-Jesus, Ισαάκ, Λουκάς, Δανιήλ-Daniel, Ισμαήλ-Ismael, Εμμανουήλ-Manuel, Μιχαήλ Άγγελος-Miguel Angel, Ιωάννης-στα ισπανικά Juan. Άβελ λοιπόν. Η ιστορία του Κάιν και του Άβελ που κατέληξε δολοφονημένος από το χέρι του αδερφού του θα την απέτρεπε σίγουρα να ονομάσει έτσι ένα παιδί. Πάντως αυτός ο Άβελ –αν όντως λεγόταν έτσι– είχε γλυκά χαμογελαστά μάτια που ξεπρόβαλαν σαν μισοφέγγαρα πάνω από τη μάσκα του.
«Χαίρω πολύ» ξαναείπε ο γιατρός. “Mucho gusto” απάντησε χαμογελώντας κάτω από τη δική της μάσκα. «Από πού είσαι;» ρώτησε στον ενικό που την παραξένεψε, γιατί έδειχνε τουλάχιστον 10 χρόνια νεότερος και είχε συνηθίσει στο Μεξικό να της απευθύνονται οι μικρότεροι στο πληθυντικό. Την παραξένεψε, αλλά δεν την ενόχλησε καθόλου.
«Από την Ελλάδα».
«Φανταστικά. Λατρεύω την Ελλάδα, οι περισσότεροι ιατρικοί όροι είναι ελληνικοί».
«Πάλι καλά, μπορώ να καταλαβαίνω τι μου λένε οι γιατροί».
Γέλασε ο γιατρός κι η ίδια χάρηκε, γιατί είχε ανάγκη από λίγο εύκολο γέλιο την ώρα που ένιωθε τον δικό της τον γιατρό να κάνει ανασκαφές με τον καθρέφτη μέσα στη μήτρα της.
«Είσαι από κάποιο νησί;»
«Όχι, είμαι από ένα ορεινό χωριό της Βόρειας Ελλάδας».
“¿Como se llama?”
Άργησε ο πληθυντικός, αλλά νάτος, κατέφτασε, σκέφτηκε.
«Μαρία» του απάντησε κι ένιωσε τη ζεστή ανάσα του συζύγου της να λέει με το γνωστό καυστικό του ύφος: «Εννοεί πώς λέγεται το χωριό σου». Γέλασε με την καρδιά της.
«Βλέπεις εδώ; Είναι το έμβρυο που εισέρχεται στη μήτρα σου» της ανακοίνωσε ο Άβελ.
Το είδε και γούρλωσε τα μάτια της. Μια κουκίδα μες στο σύμπαν! σκέφτηκε και ένιωσε να της ανεβαίνουν δάκρυα στα μάτια. Μια κουκίδα μέσα στο δικό μου σύμπαν! Καλώς ήρθες στον κόσμο μου, μικρή μου κουκίδα. Προσπάθησε να μη μου πεθάνεις τις επόμενες 12 μέρες μέχρι να κάνω το τεστ εγκυμοσύνης. Προσπάθησε να μη μου πεθάνεις τους επόμενους 9 μήνες σε παρακαλώ. Να μεγαλώσεις να γίνεις ένα ωραίο, δυνατό και υγιές μωρό, γλυκό μου, κι εγώ θα φροντίσω να κάνω ό,τι μπορώ για να σε κρατήσω μέσα μου ζεστό και ασφαλές. Είμαι καλός φούρνος, γαμώτο μου. Θα τα καταφέρω, θα τα καταφέρει. Καλώς ήρθες, κουκιδίτσα μου!
«Ποιος να το φανταζόταν...» της είπε ο άντρας της που καθόταν ακριβώς από δίπλα της φασκιωμένος κι αυτός από την κορυφή ως τα νύχια εξαιτίας της πανδημίας. «Ποιος να το φανταζόταν! Εγώ ένα μοχίτο ήθελα να πιω!»
Ψιλοάργησε να καταλάβει τι εννοοούσε, αλλά μόλις μπήκε στο νόημα ξαναγέλασε με την καρδιά της. Θυμήθηκε πριν από πέντε καλοκαίρια, όταν, στην άλλη μεριά του πλανήτη, εκεί που είναι η Αθήνα, ένας Γερμανός με τρυφερά γκριζοκάστανα μάτια τής πρότεινε να πιουν ένα μοχίτο μετά τη δουλειά σε ένα γειτονικό μπαρ. Την κοιτούσε με ένα πλατύ χαμόγελο κάθε φορά που έμπαινε στο γραφείο, ήταν σχεδόν σίγουρη ότι θα της ζητούσε κάποια στιγμή να βγουν έξω. Η Αθήνα εκείνο το βράδυ ήταν καμίνι, η μέρα κουραστική, η νύχτα ελπιδοφόρα, ο Γερμανός ελκυστικός, είπε ναι κατευθείαν. Δεν άργησε να μαζευτεί όλο το γραφείο στο γειτονικό μπαρ και όλοι κατέληξαν μια παρέα, αλλά οι δυο τους απομονώθηκαν στην κουβέντα τους και ήταν σαν να υπήρχαν μόνο αυτοί, δύο ακόμα κουκίδες στο σύμπαν.
«Ποιος να το φανταζόταν...» Εκείνη το είχε φανταστεί. Όχι ότι θα βρισκόταν στο Μεξικό να μετρά τους μήνες μέχρι να περάσει η επέλαση της πανδημίας για να ξαναρχίσει ανενόχλητη τα ταξίδια της, ούτε ότι θα βρισκόταν στη Βόρεια Αμερική για πέντε χρόνια, ίσως και περισσότερο, ως σύζυγος συζύγου καταπατώντας τα φεμινιστικά της πιστεύω σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Αλλά ναι, αυτό το είχε φανταστεί. Αυτή τη στιγμή, που ήταν ανάσκελα στο κρεβάτι του Προκρούστη με γιατρούς ολόγυρά της και αυτόν τον άντρα, τον άντρα της, στο πλευρό της να βλέπει μια κουκίδα μέσα στο σύμπαν του σώματός της να επιπλέει μακάρια προσπαθώντας να πιαστεί από κάπου για να έρθει στον νέο κόσμο. Ναι, αυτό το είχε φανταστεί. Τους είχε φανταστεί γονείς.
«Όλα πήγαν τέλεια» είπε ο γιατρός την ώρα που έβγαζε τον καθρέφτη από μέσα της. Πριν από μία ώρα είχε έρθει στο δωμάτιο που περίμεναν για να τους ανακοινώσει ότι από τα πέντε έμβρυα που γονιμοποιήθηκαν τις τελευταίες πέντε μέρες, ένα ήταν κατάλληλο για τη μεταφορά. Άλλα δύο ήταν σε καλό δρόμο, αλλά θα το ήξεραν την επόμενη μέρα και θα μπορούσαν να τα καταψύξουν για το μέλλον. Η ίδια χάρηκε, αλλά είδε το πρόσωπο του άντρα της να σκοτεινιάζει.
«Γιόζεφ... Τι έπαθες;» τον ρώτησε στα γερμανικά. «Προσπάθησε να είσαι θετικός. Θα με βοηθήσει να είμαι κι εγώ θετική».
«Ναι, αλλά οι πιθανότητες είναι περισσότερες με δύο έμβρυα» απάντησε ο άντρας της επίσης στα γερμανικά και ρώτησε τον γιατρό στα ισπανικά: «Μπορούμε να μεταφέρουμε άλλο ένα έμβρυο αύριο ή να περιμένουμε για να μεταφέρουμε και τα δύο; Να μη γίνει δηλαδή η μεταφορά σήμερα, αλλά αύριο;»
«Όχι, δεν γίνεται» ήταν η λακωνική απάντηση του γιατρού. Ευχήθηκε καλή επιτυχία και βγήκε από το δωμάτιο.
«Τι σε έπιασε ξαφνικά;»
«Τίποτα. Όλα καλά. Ένα έμβρυο».
«Δεν με έχεις συνηθίσει σε τέτοιες παρεμβάσεις».
«Είναι που μου άρεσε η ιδέα των διδύμων...»
Συγκινήθηκε. Παρόλο που η ίδια πανικοβαλόταν με την ιδέα των διδύμων, της άρεσε που ο άντρας της έπλεκε όνειρα οικογενειακής ευτυχίας μέσα στο κεφάλι του. Ο πατέρας του ήταν δίδυμος με τον αδερφό του και ο Γιόζεφ έμοιαζε πολύ με τον πατέρα του όχι μόνο εξωτερικά, αλλά και σε πολλά στοιχεία του χαρακτήρα του. Μάλλον ήταν ένας από τους λόγους που η διαιώνιση των διδύμων τον έλκυε σαν ενδεχόμενο. Ένας άλλος λόγος ήταν ίσως το ότι θαύμαζε πολύ τον πατέρα του. Τον θεωρούσε πρότυπο οικογενειάρχη, αφοσιωμένο σύζυγο και πατέρα, καλή ψυχή, έξυπνο επιχειρηματία, αγωνιστή. Αν και ο ίδιος -αμετανόητος εργένης τα πρώτα 40 χρόνια της ζωής του- απείχε πολύ από τον οικογενειακό τρόπο ζωής, αυτό δεν τον εμπόδιζε να έχει τον πατέρα του ψηλά, αν όχι ψηλότερα από όλους όσους θαύμαζε.
«Ας κάνουμε ένα παιδί πρώτα και μετά δεν μας σταματάει τίποτα να κάνουμε κι άλλα, ελπίζω με φυσικό τρόπο. Νομίζω ότι δεν θα μπορούσα να επαναλάβω αυτή τη διαδικασία» του είπε. «Μου άρεσε η ιδέα να έχουμε δίδυμα τώρα με την εξωσωματική. Δεν ξέρω γιατί» της είπε με το κάτω χείλος ελαφρώς να προτάσσεται σαν τα μικρά παιδάκια όταν δεν τους δίνεις παγωτό. Θυμήθηκε πριν από μερικές μέρες που έκαναν βόλτα στο Viveros, το πάρκο της γειτονιάς τους, και του είχε εξομολογηθεί ότι μετά το Μεξικό, θα ήθελε να μετακομίσουν στη Νέα Υόρκη ή το Σικάγο για να δουλέψει αυτή δυο-τρία χρόνια ώστε να απολαύσει αυτός με τη σειρά του την ελεύθερη ζωή μαζί με το παιδί τους. Ο Γιόζεφ της είχε απαντήσει αυθόρμητα πόσο ωραία θα ένιωθε να κάνει όλη μέρα βόλτα στο Central Park σέρνοντας τα καρότσια.
«Τα καρότσια;»
«Ναι, με τα δίδυμα! Αλλά όχι, λέω βλακείες, γιατί σε 4 χρόνια που θα έχουμε φύγει από το Μεξικό, τα παιδιά μας δεν θα χρειάζονται καρότσια!»
Και να τώρα στο δωμάτιο, το όνειρο των διδύμων διαλύθηκε σαν ατμός από τσάι που βράζει και αυτός δεν μπόρεσε να κρύψει τη θλίψη του από το γκριζοκάστανο βλέμμα του.
«Μακάρι να βγει θετικό το τεστ σε 12 μέρες και μετά, ποτέ δεν ξέρεις. Μπορεί το έμβρυο να διαιρεθεί και να έχουμε δύο πανομοιότυπα μονοζυγωτικά δίδυμα, όπως ακριβώς και ο πατέρας με τον θείο σου!»
«Λες;»
«Φυσικά και λέω».
Την ώρα που τον αγκάλιαζε μπήκε μέσα η νοσοκόμα να τη ρωτήσει αν είναι έτοιμη.
«Θέλετε να κάνετε πιπί σας;»
«Πάρα πολύ».
«Μπορείτε να πάτε στην τουαλέτα να κάνετε μια μικρή ποσότητα;»
Η γκριμάτσα που ακολούθησε ήταν αυθόρμητη.
«Όχι, δεν μπορώ να ελέγξω τα ούρα μου και να κάνω μόνο λίγο πιπί. Ή θα κατουρήσω ή δεν θα κατουρήσω».
«Μισό λεπτό τότε να μιλήσω με τον γιατρό» της είπε χωρίς καμία έκφραση η ευγενής νοσοκόμα και βγήκε από το δωμάτιο για να επανέλθει σε λιγότερο από 20 δευτερόλεπτα: «Μπορείτε να ουρήσετε κανονικά. Θα σας φέρω ένα μπουκαλάκι με νερό και αν σε 15 λεπτά δεν είστε έτοιμη θα σας φέρω άλλο ένα. Να θυμάστε ότι δεν πρέπει να θέλετε πάρα πολύ όπως τώρα. Η ποσότητα των ούρων που χρειαζόμαστε για την εμβρυομεταφορά είναι μικρή. Να νιώθετε ότι έχετε μια μικρή ανάγκη να πάτε στην τουαλέτα».
«Να μη νιώθω ότι θα κατουρηθώ πάνω μου, κατάλαβα» σχολίασε στον εαυτό της στα ελληνικά και έβαλε στο Spotify να ακούσει Αρβανιτάκη.
Όταν σε 15 λεπτά ξαναήρθε η νοσοκόμα έπαιζε Το Μηδέν. «Τι ωραία μουσική!» αναφώνησε.
«Μου ανεβάζει τη διάθεση».
«Από πού είναι;»
«Από την Ελλάδα».
«Πολύ ωραία μουσική! Πείτε μου όμως... Είστε έτοιμη;»
Ήταν έτοιμη. Η νοσοκόμα έφερε αμέσως ένα αμαξίδιο και τη μετέφερε ως το δωμάτιο με τις οθόνες, τους άσπρους τοίχους και τη μυρωδιά νοσοκομείου γυμνή από τη μέση και κάτω, με ένα σκουφάκι στο κεφάλι, μια ποδιά νοσοκομειακή και ένα σεντόνι πάνω από τα πόδια της. Και τώρα, δεν χόρταινε να βλέπει τη μαύρη κουκίδα να στέκεται ακίνητη στην οθόνη. «Γεια σου, Σοφία! Σε περιμένω, να ξέρεις».
Κεφάλαιο 2
Οι ψυχές
Σε ένα απόμερο σημείο του σύμπαντος, οι ψυχές έκαναν κούνια πάνω σε τεράστια αιωρούμενα σχοινιά από πολύχρωμα λουλούδια. Δεν υπήρχε έδαφος. Yπήρχε μόνο ένα απύθμενο βάθος με ένα ακαθόριστο λαμπερό χρώμα και κάθε φορά που έφευγε ένα λουλούδι από την κούνια έσκαγε στο κενό σαν βεγγαλικό και γινόταν σαν τη χρυσόσκονη της Τίνκερμπελ.
Οι ψυχές είχαν χρώματα. Υπήρχαν ψυχές κόκκινες, μπλε και κίτρινες, ενώ οι συνδυασμοί των τριών αυτών βασικών χρωμάτων γεννούσαν ακόμα περισσότερα χρώματα. Πράσινες, πορτοκαλί, μωβ ψυχές σε ένα αέανο παιχνίδισμα του ανέμου μέσα από αιωρούμενες ανθοφορούσες κούνιες και λαμπερούς χρωματισμούς. Όταν τύχαινε να υπεισέρχονται όλα τα χρώματα σε μία ακατέργαστη ψυχή, προέκυπτε ένα μαύρο γυαλιστερό χρώμα σαν τα πλακάκια ενός αστραφτερού μπάνιου. Κι αν τύχαινε κι αντάμωναν οι ψυχές με τη χρυσόσκονη από τα λουλούδια που εκρήγνυνταν, έβλεπες ένα χρώμα λευκό σαν το πρώτο δόντι ενός μωρού που ανατέλλει. Μαγεία.
Δεν υπήρχε ουράνιος θόλος έτσι όπως τον ξέρουμε στη γη. Δεν υπήρχε ουρανός γαλάζιος ή μαύρος με αστέρια και νεφελώματα. Υπήρχε μόνο ένας αγκαθωτός λαβύρινθος από αμέτρητους δρόμους σε όλες τις αποχρώσεις του γκρίζου και με ουράνια τόξα που προέκυπταν από αντανακλάσεις και χημικές ενώσεις. Κάτι ρουφούσε τις ψυχές αυτές προς τα πάνω, προς τον δαιδαλώδη λαβύρινθο, όπως μια ηλεκτρική σκούπα που ρουφάει τη σκόνη. Οι ψυχές αντιστέκονταν στην αόρατη ρουφήχτρα, μα πολλές δεν τα κατάφερναν και μόλις έμπαιναν στον λαβύρινθο, συγκρούονταν στους αδιέξοδους, αγκαθωτούς δρόμους κραυγάζοντας από τον πόνο.
Μα είναι δυνατόν το ταξίδι της ψυχής στην επίγεια ζωή, πριν ακόμα ξεκινήσει, να είναι αντιμέτωπο με τον φόβο και τον πόνο; Μα είναι δυνατόν η ζωή της ψυχής -πριν ακόμα μπει στο ανθρώπινο σώμα- να είναι σαν πυροτέχνημα, με χρώμα, χρυσόσκονη και ένα σωρό εμπόδια; Και τι είναι αυτό που τις ρουφάει προς τον λαβύρινθο; Γιατί να μη συνεχίσουν το παιχνίδισμα του ανέμου και της αιώρησης παντοτινά στον χωροχρόνο τους; Γιατί να γεμίζουν επ' άπειρον τα ανθρώπινα σώματα; Και πώς τα επιλέγουν;
Μια ψυχή πορτοκαλί ένιωσε να την τραβάει η δύναμη της ανάσας προς τα πάνω. Προσπάθησε να κρατηθεί γερά, για να μην την παρασύρει ο αδιόρατος άνεμος, όμως ένα από τα λουλούδια της κούνιας της κόπηκε και της κόστισε τη γαλήνια ισορροπία. Έβγαλε μια φωνή σαν τις γάτες που σέρνουνε τις νύχτες και εξαφανίστηκε μέσα στον λαβύρινθο. Ήταν αδύνατο να πιαστεί από κάπου, δεν μπορούσε να επιστρέψει στον κόσμο της, κάτι την τραβούσε σε άλλο κόσμο, κάτι πολύ δυνατό που δεν την άφηνε να νιώσει τίποτα άλλο παρά μόνο φόβο. Η ανεξέλεγχτη δύναμη την έριχνε πάνω σε τείχη γκρίζα που από κοντά φαίνονταν σαν διάρπαρτες τρίχες στο κεφάλι ενός γέρου, ενώ από μακριά έδιναν την εντύπωση ενός χνουδωτού λούτρινου ζώου. Πονούσαν όμως, την τρυπούσαν με τη σκληρή τους υφή αναγκάζοντάς την κάθε φορά να βγάζει άναρθρες κραυγές.
Παρέμεινε στο έλεος της δίνης, μέχρι που αποφάσισε να σταματήσει να αντιστέκεται και να αφεθεί. Την ίδια στιγμή που το πήρε απόφαση, ένιωσε να της φεύγει ο πόνος, ενώ οι τρίχες σταμάτησαν να την τρυπούν. Γλύκανε το είναι της και άκουσε να τη φωνάζουν. Ήξερε πως είναι το όνομά της, χωρίς να το ξέρει, σαν τα όνειρα που βλέπουμε καμιά φορά κι ενώ δεν έχουμε ορατότητα του ανθρώπου που μας φωνάζει ή που μας κυνηγάει, ξέρουμε ποιος είναι, μας δίνει την αίσθηση της ύπαρξής του από μία γνώση απροσδιόριστη.
«Σοφία! Γεια σου».
Αυτή φωνάζουν. Αυτή αναζητούν. Αυτή είναι η Σοφία. Κι εκεί που είχε αποφασίσει να πάψει να αντιστέκεται, εκεί που ξεπέρασε τον φόβο και τον πόνο, άρχισε να «κολυμπάει» μέσα στη δίνη της ρουφήχτρας, να προσπαθεί να αποφύγει τις γκρίζες τρίχες, να «νιαουρίζει» και να «γουργουρίζει» σαν τις γάτες που αποζητούν λίγη τρυφερότητα και να προσπαθεί να φτάσει εκεί από όπου άκουγε τη φωνή.
«Σοφία... Σε περιμένω, να ξέρεις».
Δεν είχε πια φόβο, είχε μια προσμονή. Άραγε θα βρει τη φωνή που τη φωνάζει;
... συνεχίζεται!
Ευχαριστώ πολύ τη Χρύσα Γιαννοπούλου για την πολύτιμη βοήθειά της με το κείμενο.
コメント