Οι ΗΠΑ δεν είναι μια απρόβλεπτη χώρα με εκπλήξεις όπως το Μεξικό. Ο αμερικάνικος κινηματογράφος, είτε πρόκειται για μπλοκμπάστερ ταινίες του Χόλιγουντ είτε για ανεξάρτητες ταινίες, οι σειρές, οι τηλεοπτικές εκπομπές, τα βίντεο-κλιπς, οι ειδήσεις που προβάλλονται στα διεθνή ΜΜΕ, όλος ο σύγχρονος οπτικοακουστικός πολιτισμός δεν κρύβει τίποτα από τον τρόπο ζωής των Αμερικανών. Όταν βρίσκομαι στις ΗΠΑ πάντα νιώθω πρωταγωνίστρια σε κάποια ταινία, οποιαδήποτε ταινία, από τις χαζοαμερικανιές όπως τις λέγαμε στην εφηβεία μας με το ποταπό προσβλητικό χιούμορ που σου καίει τον εγκέφαλο μέχρι τους ψυχεδελικούς κόσμους του Ταραντίνο και του Κιούμπρικ, τα αναλυτικά σενάρια του Λινκλέιτερ, τα σπαγκέτι γουέστερν του περασμένου αιώνα, τις οσκαρικές εμβληματικές ταινίες που βλέπουμε και ξαναβλέπουμε, τις κωμωδίες με το υψηλής ποιότητας χιούμορ, βλέπε “The Odd Couple” ή “The Appartment” με τον Τζακ Λέμον από τα παλιά, φτάνοντας στις δημιουργίες του Γούντι Άλεν, των Αδερφών Κοέν, του Τιμ Μπάρτον, του Κλιντ Ίστγουντ, του Μάρτιν Σκορσέζε κλπ. κλπ. κλπ. Αναφέρω μόνο ορισμένα απλά παραδείγματα, όσα αυθόρμητα περνούν από το μυαλό μου όσο γράφω αυτές τις γραμμές. Είναι τόσοι οι Αμερικανοί δημιουργοί που καταστρώνουν ένα σύμπαν μυθοπλαστικό, αλλά τόσο αντιπροσωπευτικό της αμερικάνικης κοινωνίας, που όταν βρίσκεσαι στις ΗΠΑ δεν σε εκπλήσσουν και πολλά πράγματα, είναι σαν να βλέπεις σε τρισδιάστατη έκδοση εικόνες από ταινίες και σειρές που έχουν συναρπάσει τα βράδια σου.
Πάντα ήθελα να πάω στο Λας Βέγκας. Το περίμενα ότι δεν θα είναι του γούστου μου, τώρα πια που έζησα την απατηλή λάμψη του είμαι σίγουρη ότι “it's not my thing”, αλλά δύσκολα να μην περάσεις καλά μέσα στα φώτα και την ψεύτικη γκλαμουριά του. Αν θα επέστρεφα; Δεν νομίζω. Το είδα, το έζησα, το απέρριψα, αλλά χαίρομαι για την εμπειρία που μου προσφέρε, καθώς ξεπέρασα ένα μεγάλο ταξιδιωτικό απωθημένο.
Αρκετοί φίλοι με ρώτησαν τι μου έκανε εντύπωση. Πολύ επιγραμματικά θα αναφέρω: Τα φώτα το βράδυ, οι άπειρες λιμουζίνες, ο κόσμος, έχει κάθε καρυδιάς καρύδι, οι τιμές που είναι στα ύψη, η ζέστη, καίει ο τόπος, οι άστεγοι - είναι τόσοι πολλοί - που κοιμούνται στους δρόμους και στα πεζοδρόμια ανάμεσα σε σόου γκερλς και ημίγυμνα αγόρια που σε προκαλούν με γλυκόλογα ή σέξι υπονοούμενα για μια φωτογραφία αναμνηστική, η πορνεία που διαφημίζεται ευθαρσώς με τεράστιες φωτεινές επιγραφές, υποσχόμενες νύχτες γεμάτες ηδονή, το μασάζ από ασιάτισσες κυρίως γυναίκες σε παίκτες των καζίνο που ποιος ξέρει πόση ώρα παίζουν στα τραπέζια χωρίς διάλειμμα, αυτοί να στοιχηματίζουν και οι κυρίες να τους τρίβουν το σβέρκο, τόσος κόσμος, κόσμος ατελείωτος με κοκτέιλς ανά χείρας ακόμα και στις 9 το πρωί, είναι λίγα μόνο από όσα γέμισαν τα μάτια μου εικόνες και το μυαλό μου με μπόλικη τροφή για σκέψη.
Και συνεχίζω πιο αναλυτικά: Πίνεις αλκοόλ μες στη μέση του δρόμου, κάτι που απαγορεύεται δια ροπάλου σε όλα τα μήκη και τα πλάτη των ΗΠΑ, καπνίζεις στους κλειστούς χώρους των καζίνο και δεν σου λέει κανείς τίποτα, μυρίζεις παντού μαριχουάνα, ακόμα και σε μέρη που δεν το περιμένεις. Περιμέναμε για παράδειγμα να έρθει το Uber μας - που είναι καθόλα νόμιμο, υπάρχουν πινακίδες που σε οδηγούν στους χώρους αναμονής - και σταματάει ένα άσχετο αυτοκίνητο που βρομοκοπούσε χασίσι με έναν κύριο που μας προσέφερε μετακίνηση σε τιμές πολύ πιο χαμηλές από την εφαρμογή στο κινητό. Εντάξει, αρνηθήκαμε και γιατί δεν θέλω να μαστουρώνω χωρίς να το θέλω σε ένα αμάξι με όλα τα παράθυρα κλειστά, αλλά και για λόγους ασφαλείας – έχω μάθει από το Μεξικό να κυκλοφορώ με ελάχιστα μετρητά και να μη βγάζω ποτέ το πορτοφόλι μου σε κοινή θέα. Όλα μέσα από εφαρμογές, όλα με πιστωτική, όλα ηλεκτρονικά.
Οι οδηγοί Uber που μας έτυχαν ήταν όλοι μετανάστες πρώτης γενιάς με προφορά στα αγγλικά, ο ένας ήταν από την Κούβα, ο άλλος από την Κολομβία, ο τρίτος μάλλον από την Ινδία. Ο οδηγός από την Κολομβία ξύπνησε μέσα μου όλα τα βίαια ένστικτα που γενικά κοιμούνται, οδηγούσε σε όλη τη διαδρομή με το ένα χέρι, γιατί με το άλλο μιλούσε στο κινητό, στα ισπανικά, ακούσαμε όλη τη συνομιλία με την αγαπημένη του, και κατέβαζε το κινητό κάθε φορά που έβλεπε περιπολικό στη μέση του δρόμου. Και λέω “α ρε κατεργάρη Λατινοαμερικάνε, που θα μπορούσες να είσαι και Έλληνας εδώ που τα λέμε, την κατεργαριά σου την κουβαλάς παντού και ούτε σε νοιάζει για την ασφάλειά μας, ένα αστέρι θα πάρεις στην κριτική”.
Με τον οδηγό από την Κούβα είχαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα, ήταν ανοιχτός, ομιλητικός και κοινωνικότατος, ήθελε να μάθει από πού είμαστε, τι πήγαμε να κάνουμε στο Βέγκας και μας είπε σχεδόν όλη την ιστορία της ζωής του. 29 χρόνια μετανάστης στην Αμερική, τη θεωρεί πλέον σπίτι του, εκδιωγμένος από την πατρίδα του μαζί με τη μητέρα του για λόγους πολιτικούς, δεν έχει ξαναπατήσει το πόδι του από τότε που έφυγε κυνηγημένος, ζει στο Βέγκας σχεδόν όλα τα χρόνια που είναι μετανάστης, η μητέρα του με δυο χρόνια σκληρής εργασίας κατάφερε να αγοράσει ένα σπίτι αξίας 100.000 δολαρίων που τώρα έχει αξία πάνω από 400.000 δολάρια, η Αμερική δεν είναι ιδανικός τόπος να μένεις, αλλά κατά την άποψή του είναι το ωραιότερο μέρος του κόσμου, γιατί δίνει ευκαιρίες σε ανθρώπους που έχουν όρεξη για δουλειά, το Βέγκας έχει αλλάξει πολύ την τελευταία δεκαετία, μετακομίζουν άτομα από την Καλιφόρνια που έρχονται με πολλά μετρητά και αγοράζουν ακίνητα μεταμορφώνοντας τη δημογραφική εικόνα της Νεβάδα, έχουν τρελό πρόβλημα με το νερό, δεν μπορούν να έχουν φυσικό γκαζόν στις αυλές τους, απαγορεύεται, παρόλα αυτά προμηθεύουν με νερό το Λος Άντζελες που έχει θάλασσα, κάτι που δεν καταλαβαίνει. Το άλλο που δεν καταλαβαίνει είναι γιατί οι νόμοι περί οπλοφορίας γίνονται όλο και πιο αυστηροί: “Είμαστε μια ελεύθερη δημοκρατική χώρα, όλοι θα έπρεπε να έχουμε το δικαίωμα να οπλοφορούμε και να έχουμε ένα όπλο στο σπίτι μας...” Δεν συμφωνώ καθόλου, αλλά δεν του είπα τίποτα, διότι από ό,τι έχω καταλάβει το θέμα της οπλοφορίας στις ΗΠΑ είναι ένα βαθιά ριζωμένο πρόβλημα που δύσκολα θα ξεριζωθεί, αν ξεριζωθεί, καθότι παίζονται πάνω και κάτω από το τραπέζι πολλά δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο, ενώ -κακά τα ψέματα- θεωρείται και μέρος της κουλτούρας τους: “Αν δεν έχεις όπλο, δεν είσαι ασφαλής”.
Περάσαμε τρεις νύχτες “αμαρτωλές” στο Λας Βέγκας. Πρώτη νύχτα στο “Παρίσι”, το ξενοδοχείο με το καζίνο στην κεντρικό λεωφόρο Strip, τον πιο διάσημο δρόμο του Βέγκας, που έχει τον Πύργο του Άιφελ φάτσα φόρα και παραδίπλα την Αψίδα του Θριάμβου, ενώ αν μπεις μέσα, εισέρχεσαι σε έναν ματαιόδοξο παριζιάνικο κόσμο, ψεύτικο από όλες τις απόψεις, που ωστόσο σου κόβει την ανάσα. Παντού φρουτάκια, τζογαδόροι, τραπέζια, στοιχήματα, ένα περιβάλλον που προσπαθεί να απεικονίσει το ιστορικό κέντρο του Παρισιού, θόρυβος, κόσμος που πάει και έρχεται, για να φάει, να πιει, να παίξει, να διασκεδάσει και μια ψευδοροφή που σου δίνει την εντύπωση ότι είσαι έξω στον δρόμο την ώρα που σουρουπώνει γιατί έχει έναν ζωγραφισμένο γαλάζιο ουρανό με συννεφάκια κι έναν ελαφρύ φωτισμό. Μα πού βρίσκομαι; Στο “Τρούμαν Σόου”; Τρεις ώρες χαθήκαμε στα “στενά του Παρισιού” χαζεύοντας τις βιτρίνες, τα εστιατόρια, τους επισκέπτες, χωρίς στιγμή να βγούμε έξω στον δρόμο. Ένας ατελείωτος λαβύρινθος από υπερκαταναλωτισμό και χρήμα. Όταν βγήκαμε στον έξω κόσμο, μας χτύπησε η ζέστη. Έτσι είναι παντού στις ΗΠΑ, έξω μπορεί να καίει η πλάση, μέσα να παγώνεις από τον κλιματισμό ή το αντίστροφο: έξω να είναι -30 και στους εσωτερικούς χώρους να κυκλοφορείς με το φανελάκι.
Απέναντι από το “Παρίσι” το “Bellagio” που οι περισσότεροι το μάθαμε από τη “Συμμορία των 11”, εκεί όπου κόσμος συγκεντρώνεται ασταμάτητα όλο το βράδυ μόνο και μόνο για να θαυμάσει, να βιντεοσκοπήσει και να βγάλει φωτογραφίες το φαντασμαγορικό σόου... των συντριβανιών στην πρόσοψη του ξενοδοχείου. Παίζουν από τα μεγάφωνα ένα τραγούδι και το νερό λικνίζεται σε μία έκταση δεκάδων μέτρων στους ρυθμούς της μελωδίας, ενώ το υγρό υπερθέαμα πλαισιώνεται και από τον ανάλογο φωτισμό.
Τη δεύτερη μέρα κάναμε βόλτα στη “Βενετία”, ένα άλλο ξενοδοχείο-καζίνο κοντά στο “Παρίσι” κι εκεί συνειδητοποιήσαμε ότι 24 ώρες στο Βέγκας δεν είχαμε ούτε μία φωτογραφία. Πώς είναι δυνατόν; Κανονικά, δεν σταματούν τα κλικς. Μα όλα είναι τόσο φέικ που δεν μας έκανε κέφι να βγάλουμε τις κάμερες. Δεν υπάρχει τίποτα το αυθεντικό, όλα είναι ευρωπαϊκές απομιμήσεις, προσαρμοσμένες στα τριαξονικά μέτρα της Αμερικής, σαν να βλέπεις έναν άνθρωπο τίγκα στις πλαστικές που έχει χάσει το πρόσωπο και το σώμα του, δεν αναγνωρίζει πλέον ούτε ο ίδιος τον εαυτό του, σαν ένα χάμπουργκερ στα Μακ Ντόναλτς ή σαν ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο που περνάς καλά για λίγο, αλλά μετά ζαλίζεσαι από τις επιλογές και την πολυκοσμία και φεύγεις τρέχοντας να πάρεις ανάσα από τον αέρα της πόλης.
Το δεύτερο βράδυ βρεθήκαμε σε συναυλία του Στινγκ στο ξενοδοχείο-καζίνο Ceasar's, όλο διακοσμημένο στα ρωμαϊκά πρότυπα, έχει και το Κολοσσαίο πρώτη μούρη στο καβούρι, άλλη ευρωπαϊκή απομίμηση, πάλι με ψευδοροφές, με ουρανούς και φωτισμούς σαν σε σούρουπο, μην τα ξαναγράφω, έχουν λίγο-πολύ όλα τα καζίνο και τα ξενοδοχεία ένα κοινό στυλ.
Τι ωραίος καλλιτέχνης ο Στινγκ, τι σπουδαία τραγούδια, τι όμορφη παρουσίαση, το ένα χιτ μετά το άλλο, έπαιξε και μερικά νέα τραγούδια που έγραψε στα λόκνταουνς του κορωνοϊού. Γεμάτο το θέατρο του Κολοσσαίου με κοινό κυρίως από 40 ετών και πάνω. Μπήκαμε να δούμε την ηλικία του Στινγκ και τα έχει κλείσει τα 70, ζωή να έχει, φοβερή ενέργεια πάνω στη σκηνή και πάντα γοητευτικός. Εμείς στο Βέγκας για τους Aerosmith πήγαμε, αλλά το συγκρότημα ακύρωσε τις συναυλίες του τελευταία στιγμή, διότι ο Steven Tyler παρουσίασε λέει ένα πρόβλημα με τα ναρκωτικά. Τι πρόβλημα, τι ναρκωτικά, ουδείς μας ενημέρωσε, χάσαμε και αρκετά δολάρια επειδή κλείσαμε εισιτήριο ηλεκτρονικά στο Ticket Master, αλλά και ο Στινγκ ήταν φανταστικός, μας αποζημίωσε.
Το μόνο που δεν μου άρεσε -και το σχολίασε όλη η παρέα στη συνέχεια- ήταν που στο τελευταίο του αποχαιρετιστήριο τραγούδι -αν θυμάμαι καλά ήταν το “Fields of Gold”- απέσυρε την μπάντα του από τη σκηνή και αυτός απέμεινε μονάχος. Ναι, αλλά η μπάντα του εξακολουθούσε να παίζει και στο τελευταίο τραγούδι, δεν είναι ότι τον ακούσαμε να τραγουδάει με την κιθάρα του σόλο, είχε τους μουσικούς του στις κουίντες, που τους μισοβλέπαμε κιόλας, ενώ αυτός παρέμεινε στο κέντρο σαν να είναι μόνος. Δεν ήταν όμως μόνος. Σαν το Βέγκας ένα πράγμα: σαν να είσαι στο Παρίσι, σαν να είσαι στη Βενετία, ενώ δεν είσαι. Δεν κατάλαβα ποτέ το γιατί αυτής της -θα τολμούσα να πω- ναρκισσιστικής συμπεριφοράς, τη στιγμή που όλοι είχαμε συνδεθεί κοντά δυο ώρες με όλα τα παιδιά της μπάντας, αφού και τραγούδησαν και έπαιξαν και αποθέωσαν τον σόλο καλλιτέχη με πολύ ωραίες στιγμές. Σε γενικές γραμμές, η συναυλία μας άφησε μια αίσθηση γλυκιά. Φύγαμε με καλή διάθεση.
Τρίτη μέρα στο Βέγκας και κάναμε μια μεγάλη μονοήμερη εκδρομή στην Κοιλάδα του Θανάτου που μας ξεθέωσε και δεν μας άφησε να χαρούμε το τρίτο μας και τελευταίο βράδυ, αφού γυρίσαμε κατάκοποι και ξεραθήκαμε στον ύπνο από τις 9. Άξιζε τον κόπο; Φυσικά! Ωστόσο, για την Κοιλάδα του Θανάτου θα κάνω ξεχωριστό αφιέρωμα στις επόμενες μέρες. Οι φωτογραφίες είναι σαν από άλλο πλανήτη.
“Φόβος και παράνοια στο Λας Βέγκας” λοιπόν, εκεί όπου “όλα μπορούν να συμβούν” και μετά να λες “What happens in Vegas, stays in Vegas”. Κάτι που πολλοί δεν γνωρίζουν είναι ότι πρέπει να πίνεις πολύ νερό, η πόλη είναι χτισμένη μέσα στην έρημο, οι θερμοκρασίες είναι υψηλές, καίγεσαι, λιώνεις. Tο μπουκάλι με το νερό κοστίζει μια περιουσία, αν το αγοράσεις μέσα στα ξενοδοχεία μπορεί να φτάσει και τα 10 δολάρια το ένα λίτρο, σε πιάνει μια σκοτοδίνη, αλλά αν το αγοράσεις από σούπερ-μάρκετ ή άλλα καταστήματα όπως το CVS που είναι γνωστό φαρμακείο- “παντοπωλείο” έχει πιο νορμάλ τιμές. Από 1,5 μέχρι 3,5 δολάρια το λίτρο. Στα εστιατόρια, τα diners, τα μπαρς, γενικά στην εστίαση, με το που κάτσεις στο τραπέζι θα σου φέρουν κι ένα ποτήρι νερό, δωρεάν από τη βρυσούλα, τι ωραίο δώρο! Μου θύμισε την Ελλάδα, πουθενά εκτός από τη χώρα μας δεν είναι αυτονόητο να προσγειώνεται ένα ποτήρι νερό αμά τη εμφανίσει, στην Ιταλία και στο Μεξικό π.χ. κορακιάζουμε, αν δεν το ζητήσεις σπάνια να στο φέρουν από μόνοι τους. Στο Βέγκας στο προσφέρουν απλόχερα. Οι περισσότεροι είναι με hangover και έχουν το στόμα τους ξερό από το άφθονο αλκοόλ που ρέει ασταμάτητα, αλλά κυρίως δίψας γιατί έχει ζέστη, πολλή ζέστη. Εκτός από νερό, αλκοόλ και φρουτάκια όπου και να γυρίσεις το κεφάλι θα βρεις φυσικά και φαγητό. Τουριστικό μέρος. Τα έχει όλα.
Αν με ρωτάτε αν έπαιξα στα καζίνο, θα σας πω όχι. Δεν ήθελα να δώσω ούτε δολάριο. Αν με ρωτάτε αν έβγαλα φωτογραφία με τα ημίγυμνα σόου γκερλς και τους γυμνόστηθους καουμπόηδες που κυκλοφορούν αφειδώς στον δρόμο, θα σας πω επίσης όχι. Δεν ήθελα. Προτίμησα να βγω φωτογραφίες με την παρέα μου, που ήταν ό,τι πιο όμορφο και αληθινό έζησα στο Βέγκας.
Εδώ το διάσημο τραγούδι του Βασιλιά:
Comments