Το τρίτο από τα έξι κείμενά μου σε μια χώρα γεμάτη αντιφάσεις.
Σήμερα, η Κούβα μου αρέσει κάπως περισσότερο. Είχα την πιο συναρπαστική μέρα μέχρι στιγμής. Σηκώθηκα το πρωί, δούλεψα για κάμποση ώρα τη μετάφραση του Ρόκι και μετά, κίνησα για το Εθνικό Θέατρο της Κούβας που γιορτάζει μαζί με όλη την πόλη τα 500 χρόνια από την ίδρυση της Αβάνας. Διάβασα ότι είχε μια συναυλία του Raul Paz, δεν ξέρω ποιος είναι, αλλά γινόταν χαμός στο Facebook με το event και λέω θα πάω να βγάλω εισιτήριο. Ηλεκτρονικά δεν υπήρχε καμία περίπτωση. Έπρεπε να πάω κατ' ιδίαν. Περπάτησα κάνα μισάωρο, στον δρόμο με σταμάτησαν 2-3 άτομα να μου πιάσουν την κουβέντα καταλήγοντας να μου ζητούν λεφτά, κι όταν έφτασα εκεί το ταμείο ήταν κλειστό. Έλεγε ότι άνοιγε ξανά στη μία. Ήταν 12 και 5. Σκέφτηκα: θα πάω να βγάλω καμιά φωτό στην Plaza de la Revolucion, ίσως καταφέρω να μπω και στην Εθνική Βιβλιοθήκη που είναι απέναντι, θα περάσει η ώρα.

Πήγα στην Εθνική Βιβλιοθήκη τους και τα νεύρα μου έγιναν τσατάλια σχεδόν αμέσως. Ήταν δύο κυρίες -όχι πολύ χαρούμενες- η μία με εξυπηρέτησε και μιλούσε τόσο γρήγορα που δεν μπορούσα να την παρακολουθήσω. Της λέω παρακαλώ πιο αργά. Ήταν σαν να μην το είπα. Περιληπτικά, μου έλεγε ότι η βιβλιοθήκη είναι ανοιχτή μέχρι τη 1 και ότι για να μπω θέλουν το διαβατήριό μου. Τους το δίνω. Μου λέει και μία φωτογραφία. Φωτογραφία; Δεν θέλω να κάνω συνδρομή, κυρία μου, να σκοτώσω την ώρα μου θέλω. Να δω την έκθεση ζωγραφικής που έχετε και στη 1 θα έχω φύγει. Όχι. Φωτογραφία. Βγάζω μια μικρή φωτογραφία ταυτότητας που έτυχε να έχω στο πορτοφόλι και μου λέει είναι πολύ μεγάλη! Θέλω να βάλω τα γέλια, αλλά τα νεύρα μου από τη ζέστη και την κακή συνεννόηση έχουν χτυπήσει κόκκινο. Εξακολουθεί να μιλάει γρήγορα ισπανικά με τη βαριά κουβανέζικη προφορά που ούτε οι ισπανόφωνοι καμιά φορά δεν καταλαβαίνουν και σκέφτομαι τι προσπαθείς να συνεννοηθείς αφού δεν βγάζεις άκρη. Άρχισα λοιπόν να μιλάω κι εγώ στα ελληνικά και την έκανα επιτέλους να βάλει τελεία. Είπα ευχαριστώ κι έφυγα. Στα ελληνικά εννοείται.

Έφτασα στο Εθνικό Θέατρο της Κούβας 12:45. Ήταν και μια άλλη κυρία εκεί που περίμενε. Φτάνει 1:05 και το ταμείο δεν έχει ανοίξει ακόμα. Πάω στην κύρια, τη ρωτάω τι παίζει, γιατί δεν ανοίγει; Πάει ρωτάει, της απαντούν έχουν εξαντληθεί τα εισιτήρια για σήμερα. Ναι, αλλά εγώ δεν θέλω για σήμερα, θέλω για αύριο. Και για αύριο έχουν εξαντληθεί. Για Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή, κάτι; Τίποτα. Δεν σχολιάζω το γεγονός ότι το ταμείο ανοίγει μόνο όταν υπάρχουν διαθέσιμα εισιτήρια. Λέω θα επιστρατεύσω τα μεγάλα μέσα: είμαι σκηνοθέτρια/συγγραφέας από την Ελλάδα, σας παρακαλώ μια εξαίρεση, δεν έρχομαι κάθε μέρα στην Κούβα, θέλω να δω το Εθνικό Θέατρο. Είπα μάλλον τη μαγική λέξη με τα κουτσά μου ισπανικά και με οδήγησαν στα άδυτα του κουβανέζικου θεάτρου.

Κατέληξα να γνωρίσω τον διευθυντή, η υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων μου έκανε ξενάγηση σε όλες τις σκηνές που έχει το θέατρο, παρακολούθησα για λίγη ώρα τις τρεις πρόβες που ήταν σε εξέλιξη, μου έδωσαν τιμητική πρόσκληση για τη συναυλία του Ραούλ Παζ και στο τέλος, ζήτησαν να στείλω τις προτάσεις μου στο Υπουργείο Πολιτισμού της Κούβας! Εδώ, οι προτάσεις περνούν πρώτα από το ΥΠΠΟ, για ευνόητους λόγους... Γελούσα μόνη μου που όλη μέρα κάθε μέρα αναθεματίζω την ώρα και τη στιγμή που βρέθηκα στην Κούβα και να τώρα που συζητάω για δουλειά! Παιδιά, εγώ για ένα εισιτήριο ήρθα...

Το κτίριο του θεάτρου δεν με εξέπληξε ευχάριστα κατά τ'άλλα. Ήταν εμφανή τα σημάδια της παρακμής, παράθυρα βρόμικα, σπασμένες πόρτες, ξεφλουδισμένοι τοίχοι, κατσαρίδες (καλά, αυτές τις βλέπεις και στην Ελλάδα σε κάθε θέατρο που σέβεται τον εαυτό του) και η φωτογραφία του Κάστρο πρώτη μούρη σε κάθε γραφείο. Όπως κάποτε στην Ελλάδα, που κάθε δημόσιος οργανισμός ήταν υποχρεωμένος να έχει κρεμασμένη στον τοίχο τη φωτογραφία του βασιλιά ή του Παπαδόπουλου. Οι άνθρωποι ωστόσο φιλικότατοι και οι καλλιτέχνες σούπερ ταλαντούχοι με τα λίγα που είδα. Το εθνικό τους θέατρο δεν έχει ρεπερτόριο απ' ό,τι κατάλαβα. Και οι πρόβες που παρακολούθησα ήταν για μουσική ή χορό. Ρώτησα τι προτιμά περισσότερο το κοινό της Αβάνας: θέατρο ή συναυλίες και μου απάντησαν απερίφραστα "συναυλίες". Κοίταξα τα προγράμματα που μου έδωσαν και όλα ήταν με κονσέρτα του Μπετόβεν, όπερες του Πουτσίνι, μοντέρνο και κλασικό χορό, είχε κι ένα φεστιβάλ από την Κίνα με ακροβατικά, αλλά τίποτα με θέατρο.

Συνέχισα τη μέρα μου στην παραλία La Terraza, δίπλα στη Santa Maria del Mar. Έχει ένα λεωφορείο, το Τ3, που σε πάει από το Parque Central κάθε μισάωρο. Δεν με ενθουσίασε για να πω την αλήθεια. Έχω δει πολύ ωραιότερες παραλίες στην Ελλάδα και το Μεξικό. Αλλά από το τίποτα καλή και η Παναγιώταινα.

Οι Κουβανοί –όχι μόνο οι Κουβανοί- όταν βλέπουν μια γυναίκα μόνη, δεν χάνουν την ευκαιρία για φλερτ. Με όλα αυτά που έχω ζήσει όμως τις τελευταίες μέρες δυσκολεύομαι να απαντήσω στο πείραγμα - δεν είναι σε καμία περίπτωση προσβλητικό, ίσα-ίσα που κάνουν χιούμορ οι άνθρωποι. Αλλά πάντα σκέφτομαι ότι στο τέλος θα μου ζητήσουν λεφτά ακόμα και για το πείραγμα, τόσο φυσάω και το γιαούρτι! Ένας τύπος ωστόσο φάνηκε κάπως πιο νορμάλ, με άφησε να περάσω πρώτη στο λεωφορείο και μόλις είδε που έκατσα, ήρθε να κάτσει δίπλα μου. Ήθελε να μου πιάσει την κουβέντα, άφησα στην άκρη τους φόβους μου και μιλήσαμε ώρα πολλή για την κουλτούρα της σύγχρονης Κούβας.
Το λεωφορείο είχε καθυστερήσει 45 ολόκληρα λεπτά, αλλά κανείς δεν φαινόταν να ενδιαφέρεται εκτός από μένα που το πρόσωπό μου είχε γίνει πλισέ από τις γκριμάτσες. Δεν μου αρέσει να περιμένω. Θα προτιμούσα να κάθομαι στην παραλία αντί να στέκομαι στην ουρά. Τέλος πάντων, ο τύπος αυτός, Νίνο το όνομα του, γεννήθηκε-μεγάλωσε στην Ουρουγουάη των τριών εκατομμυρίων κατοίκων και τα τελευταία 5 χρόνια φέρνει τουριστικά γκρουπ από τη χώρα του στην Κούβα. Η ερώτησή μου είναι πάντα η ίδια: γιατί; Εξακολουθώ να πιστεύω ότι η Κούβα δεν είναι μέρος για να κάνεις τουρισμό. Μου λέει οι τουρίστες έρχονται κατά κύριο λόγο για την ιστορία της χώρας και για τη νυχτερινή ζωή.

Ναι, η Αβάνα έχει ωραίες νύχτες. Όλα είναι πιο ήρεμα - ανθρώπους στον δρόμο δεν έχω δει να χορεύουν όπως όλοι μου έλεγαν ότι θα δω, αλλά ακούω μουσικές να ξεχύνονται από όλα τα μπαρ και τον κόσμο να την αράζει στις πλατείες και στα κατώφλια των σπιτιών, όπως τα καλοκαίρια στην Ελλάδα και την Ιταλία. Το φαγητό είναι ακριβό αλλά καλό, το ψάρι είναι φτηνό σε γενικές γραμμές (έφαγα αστακό με 8 δολάρια) και τα ντόπια κοκτέιλς, όπως το Cuba Libre, το Piña Colada, το Daiquiri και το Μοχίτο, ειναι ανεπανάληπτα – τα χρεώνουν φυσικά όπως και όσο θέλουν. Έχει και μερικά μαγαζιά όπως το la Fabrica de Arte και το Bertolt Brecht που προσφέρονται για χορό, αλλά κυρίως τα Σαββατοκύριακα. Υπάρχουν διάσπαρτα διάφορα μαγαζιά που τρώνε οι Κουβανοί και πληρώνεις με CUP. Είναι πάμφθηνα, αλλά θα πρέπει να είσαι πολύ θαρραλέος και με γερό στομάχι για να αποτολμήσεις να φας σε αυτά τα μέρη, αν είσαι τουρίστας και κουβαλάς ακόμα τα ευρωπαϊκά βακτήρια στο στομάχι.
Comentários