top of page
Εικόνα συγγραφέαΓλύκα Στόιου

Costa Rica 2

Έγινε ενημέρωση: 5 Φεβ 2021

Το δεύτερο από τα κείμενά μου για ένα ξύλινο καράβι και μία χώρα πρότυπο της πράσινης συνείδησης.



Στο αεροδρόμιο της Πόλης του Μεξικού είδαν με μισό μάτι την ταξιδιωτική ασφάλεια που μου εξασφάλισε το QR code για να μπω στην Κόστα Ρίκα.


«Μα είναι η ασφάλεια που προτείνει το επίσημο σάιτ της Κόστα Ρίκα για τον Covid!» διαμαρτυρήθηκα.


Μάταιο το σάλιο μου. Η κυρία έφυγε και επέστρεψε μετά από πέντε λεπτά για να μου πει ότι όλα τελικά ήταν εντάξει. Ανάσανα.

Τρεις ώρες διαρκεί η πτήση από την μεξικανική πρωτεύουσα στο Σαν Χοσέ, την πρωτεύουσα της Κόστα Ρίκα. Δεν σταμάτησα ούτε λεπτό να κοιτάζω τη θέα από ψηλά. Είχα κολλήσει τη μύτη μου στο παράθυρο και θαύμαζα σαν μικρό παιδί το ανάγλυφο τοπίο με τα ατελείωτα πράσινα βουνά από βελούδο, τα φιδογυριστά ποτάμια, τις λίμνες που αστραφτοβολούσαν στον ήλιο, τα ενεργά ηφαίστεια που ξερνούσαν μαύρους καπνούς, τα σύννεφα που άλλαζαν συνεχώς σχήματα, τους πολύχρωμους οικισμούς που φάνταζαν σαν lego. Ένα μεγαλείο. Ξέχασα και κορωνοϊούς και προβλήματα και τα πάντα.


Όταν βγήκα από το αεροπλάνο με τύλιξε σαν αλουμινόχαρτο η κάψα του Σαν Χοσέ. Ένιωσα σαν κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο. Κεντρική Αμερική, κοντά στον Ισημερινό για.


Pura Vida, αγνή ζωή, το σύνθημα της Κόστα Ρίκα ακόμα και στην παραλαβή αποσκευών.

Είχαμε νοικιάσει ηλεκτρονικά ένα αυτοκίνητο σε εταιρεία που δήλωνε ότι βρίσκεται στο αεροδρόμιο για να ταξιδέψουμε ως το Punta Morales όπου χτίζεται το Ceiba, αλλά η εταιρεία ενοικιάσεων ήταν άφαντη. Κοιτάξαμε από εδώ, κοιτάξαμε από εκεί, πουθενά η εταιρεία. Κάποια στιγμή, μας πλησίασαν δύο κύριοι, που αν ήταν 50 χρόνια νεότεροι, θα έμοιαζαν με τα χαμίνια της Αθήνας, σαν αυτά που βλέπουμε στις ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.


«Τι ψάχνετε;»

«Την τάδε εταιρεία ενοικιάσεων αυτοκινήτου».

«Είναι έξω από το αεροδρόμιο».

«Ξέρετε πώς μπορούμε να πάμε;»

«Έχετε τηλέφωνο;»

«Μόλις προσγειωθήκαμε, δεν πιάνουν εδώ τα κινητά μας».

«Όχι, εννοούμε, έχετε τηλέφωνο της εταιρείας; Εμείς θα τους πάρουμε».

Και όντως, τους πήρε τηλέφωνο ένας από τους δύο κυρίους από το κινητό του.


«Έρχονται λέει σε δέκα λεπτά. Αλλά να ξέρετε, όταν οι Κοσταρικανοί λένε ότι θα έρθουν σε 10 λεπτά, δεν το εννοούν έτσι ακριβώς».


Και άρχισαν να αστειεύονται οι κύριοι μεταξύ τους για τους Κοσταρικανούς και τη χαλαρή αντιμετώπιση του χρόνου:


«Στον δρόμο είμαι!»

«Και είναι ακόμα στο σπίτι».

«Έρχομαι σε δέκα λεπτά!»

«Και έρχεται σε μία ώρα».

«Να τα πούμε αύριο;»

«Και δεν τα λέμε ποτέ!»


Και δώστου να γελούν χωρίς οδοντοστοιχίες, να γελάω κι εγώ μαζί τους. Πόσο ελληνικό το χιούμορ και πόσο ελληνική η χαλαρότητα του χρόνου. Και πόσο μου έχει λείψει ο ελληνικός ο χαβαλές. Ωστόσο, δεν ήμουν στην Ελλάδα, ήμουν στην Κόστα Ρίκα. Συνήλθα από τη νοσταλγία, όταν από την εταιρεία έσκασαν μύτη τελικά σε είκοσι λεπτά. Οι κύριοι μάς βοήθησαν με τις βαλίτσες, τους ευχαριστήσαμε με ένα γενναίο φιλοδώρημα και πήραμε τον δρόμο για το ξύλινο καράβι.


Ο βάτραχος είναι παντού ως μασκότ. Τόσο μεγάλα βατράχια live στη ζωή μου δεν έχω ξαναματαδεί.

120 χιλιόμετρα απόσταση έπρεπε να διανύσουμε από το Σαν Χοσέ προς το Πούντα Μοράλες. Η ζέστη αφόρητη, η υγρασία εξουθενωτική, αλλά η Κόστα Ρίκα είναι καταπράσινη και σε αποζημιώνει. Η βλάστηση οργιάζει και οι δρόμοι θα έλεγα ότι είναι άνετοι και ωραίοι. Το διευκρινίζω, γιατί σε γενικές γραμμές, η Λατινική Αμερική δεν φημίζεται για τους στρωμένους με ροδοπέταλα δρόμους της. Κάτι άλλο που πρόσεξα αναφορικά με τους δρόμους και μου έκανε πολύ θετική εντύπωση είναι ότι δεν υπήρχαν σκουπίδια δεξιά και αριστερά στα χαρακώματα. Εντάξει, ένα από εδώ κι ένα από εκεί, αλλά όχι το χάλι που βλέπουμε σε Ελλάδα, Ιταλία και στη λοιπή Λατινική Αμερική. Όταν το σχολίασα, μου απάντησε ένας δημοσιογράφος κοσμογυρισμένος ότι η Κόστα Ρίκα φημίζεται για την οικολογική της συνείδηση και ότι στο θέμα «περιβάλλον» διαφέρει από άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής όπου το σκουπίδι πάει σύννεφο.


Στη διαδρομή, πήρε το μάτι μου ένα λεωφορείο που έγραφε... Grecia. Είχα κατεβάσει τους Offline χάρτες της Google και είδα αμέσως ότι υπάρχει μία πόλη 45 χιλιόμετρα από το Σαν Χοσέ που ονομάζεται Ελλάδα!


Δεν μπόρεσα να τραβήξω καλύτερη φωτογραφία. Αλλά γράφει Grecia-San Jose.

Αργότερα, έτυχε να γνωρίσω μερικούς «Έλληνες» από την Γκρέσια της Κόστα Ρίκα και πιάσαμε την κουβέντα. Ένας από αυτούς λεγόταν Μάνουελ και πουλούσε granizado στην Playa Blanca, παγωτό γρανίτα με πάγο που έξυνε μπροστά σου στη στιγμή, ζαχαρούχο γάλα και σιρόπι με γεύση Κόλα. Ο Μάνουελ λοιπόν μου εξήγησε ότι η Γκρέσια είναι μία όμορφη πόλη 16.000 κατοίκων με μία εκκλησία έμβλημα της περιοχής που την ακολουθούν διάφοροι θρύλοι. Ένας από αυτούς λέει ότι η Iglesia de la Nuestra Señora de las Mercedes είχε χτιστεί από μία ξένη άγνωστη χώρα πριν από δύο αιώνες και προοριζόταν ως δώρο για την Ελλάδα που όλοι γνωρίζουμε και αγαπάμε, αλλά από... λάθος ταχυδρομικό βρέθηκε στην Ελλάδα της Κόστα Ρίκα και έμεινε εκεί.



Πρώτη στάση ήταν το κατάλυμα. Τι ιστορία και αυτή με το κατάλυμα... Ας πούμε πως άλλο πράγμα κλείσαμε, άλλο μας έδωσαν και αυτό που μας έδωσαν ήταν για να κλαις τέσσερις μέρες και τέσσερις νύχτες, όσες χρειάστηκε να περάσουμε εκεί. Ένα θα σας πω: τα μαξιλάρια που κοιμόμασταν δεν ήταν από αυτά που έχουμε στα κρεβάτια μας. Όχι. Ήταν από εκείνα που έχουμε στους καναπέδες. Πολύ ωραία μαξιλάρια κατά τα άλλα, παλιά, παμβρόμικα, αλλά ακόμα και σε μη καιρούς πανδημίας, καλό είναι ένα κατάλυμα που δέχεται επισκέπτες, να έχει φρέσκες μαξιλαροθήκες που να τις αλλάζει τακτικά. Την ιστορία με το κατάλυμα ίσως βρω την ευκαιρία να σας την αφηγηθώ σε επόμενο κείμενο, γιατί έχει ενδιαφέρον.


Αφού αφήσαμε τα πράγματά μας στο βρομερό σπίτι με την ευχή να μην αφήσουμε τα κοκαλάκια μας, κινήσαμε για το Ceiba. «Εκεί που έχει πολλά ξύλα μαζεμένα», μας είπε ένας κύριος που ρωτήσαμε στον δρόμο. Και όντως, σε έναν δρόμο ευθύ με χαμόσπιτα και από τις δύο μεριές, αραιά χτισμένα, με πυκνή πράσινη βλάστηση, ιγκουάνα πάνω στα δέντρα και μηχανάκια σε ό,τι κυβικά μπορείς να φανταστείς με αναβάτες όλων των φύλων και όλων των ηλικιών, βρισκόταν στη δεξιά μεριά μια μεταλλική πόρτα με μία πινακίδα ξύλινη που έγραφε Ceiba.



Απ' έξω είχε όντως συσσωρευμένα ξύλα, για τα οποία δεν άργησα να μάθω ότι προέρχονται από το δέντρο ceiba, που ευδοκιμεί στις ζούγκλες της Νότιας Αμερικής, είναι σκληρό και ανθεκτικό, κατάλληλο για την κατασκευή ενός ξύλινου πλοίου. Φτάνει τα 70 μέτρα ύψος και είναι πανέμορφο. Δεν αποτελεί άδικα το εθνικό δέντρο της Γουατεμάλα. Στην Κόστα Ρίκα ωστόσο, το χρησιμοποιούν οι μηχανικοί του Ceiba ως το βασικό ξύλο για την κατασκευή του μέλλοντός τους και θα δώσουν το όνομά του στο καράβι τους.


Κατεβήκαμε από το αμάξι, ανοίξαμε την πόρτα και μπήκαμε με το δεξί στον θαυμαστό κόσμο του φουτουριστικού πλοίου που θα ανοίξει πανιά σε δύο χρόνια για να μεταφέρει οργανικό καφέ από την Κεντρική Αμερική στον Καναδά χωρίς να χρησιμοποιεί ίχνος από ορυκτά καύσιμα. Μετά από λίγες σταγόνες βροχής στο πρόσωπο σηκώσαμε το βλέμμα μας για να διαπιστώσουμε ότι το τροπικό κλίμα, ακόμα και την περίοδο της ξηρασίας, είναι απρόβλεπτο. Είχαν μαζευτεί σε μερικά δευτερόλεπτα μαύρα σύννεφα στον ουρανό, αλλά από τον ενθουσιασμό μας ούτε που τα πήραμε χαμπάρι. Μέσα στη βροχή στην καταιγίδα, κάναμε την πρώτη μας επίσκεψη.




Comentarios


bottom of page